Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017


ένα καράβι μέθυσε




άναψε το τσακμάκι στον μήνυμαL τον τόπο
και γίνηκε πικρό τραγούδι των αθρώπω



Moebius





ένα καράβι μέθυσε και διάβηκε τη νύχτα
και γίνηκε σε μια νυχτιά κιτρινωπό υποβρύχιο
και το πρωί το βρήκανε οι δύτες της υπόγας
και βάλαν τους ιστορικούς να το μοιρολογούνε
και βάλανε και μένανε για να τους σιγοντάρω


kurt-kemp




σαν έπεσε το σούρουπο σηκώθηκε να φύγει
να βρει ξανά τις φίλες του της θάλασσας τα κήτη
κι ο γύπας που το φύλαγε έκπληχτος το ρωτάει
αφού είσαι πτώμα καραβιού κιτρινωπό υποβρύχιο
τι τα σηκώνεις τα πανιά και πας να ταξιδέψεις
πάω μοναχά στις φίλες μου να μάσω λίγη αφρότη
το θέατρο τελείωσε στραγγίσαν τα νερά μου
μέθυσα κι ήπια θάλασσα μα τώρα θα σαλπάρω
και θα χω καπετάνισσα τυφλότατη μπουμπλίνα
κι αμούστακα ναυτόπουλα με τα στυλά στο χέρι
για την κοινότη του νερού και της φωθιάς τη μούρλα
για τα όσα τάξαμε παλιά πριχού γενούμε μούμιες







φωτογραφία άσματος: Μαρία Σορωνιάτη

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017


μην ξεχνάς τον Ωρωπό


Και τον ανά- και τον ανάβει η κυρια-Κούλααα, βρε πούχει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα... Την πρώτη φορά που την άκουσε να το τραγουδά έμεινε. Νόμισε ότι άκουγε τη Βούλα Σαββίδη κι έπειτα, όταν το πήρε ψηλά, τη Φλέρυ· αλλά ήταν η Κούλα. Υπόδικη κι αυτή. Εσένα γιατί σε μπουζουριάσανε, μικρούλα; Η Λουκία δεν είχε όρεξη να δώσει αναφορά σε καμιάν εκεί μέσα. Και δεν ήξερε τι ρουφιάνα μπορεί να ήτανε η Κούλα, η φωνάρα. Λίγο λίγο όμως η Κούλα κέρδισε την εμπιστοσύνη της. Την έβλεπε κάθε μέρα πώς κοίταζε τις γουρούνες. Ειδικά τη Δήμητρα, την αρχιγουρούνα. Τον Μήτσο, που την έλεγε. Λίγο λίγο της ανοίχτηκε η Λουκία. Της είπε που γλίτωσε στο τσακ όταν αδειάσαν την κατάληψη, που πήρε στο σπίτι τη Στέλλα, το κορίτσι με τα πιο λυπημένα μάτια που είχε δει ποτέ, που την είχε γνωρίσει στην κατάληψη και τη φιλοξένησε δυο βράδια, που δεν ήταν όμως εκεί το πρωί που έγινε το ντου στο σπίτι, που είχε εξαφανιστεί αλλά το πιστολάκι της ήταν κρυμμένο κάτω απ' το στρώμα κι άντε να την πιστέψουν την Λουκία ότι δεν είχε ιδέα. Α, ρε Στέλλα και κόντεψα να σ' ερωτευτώ και ν' αλλάξω σεξουαλικό προσανατολισμό. 
Μην στεναχωριέσαι γλύκα, θα τη σκαπουλάρεις. Η Κούλα ήταν σίγουρη. Ο δικηγόρος της Λουκίας, τον είχε ακουστά, έβγαζε λαγούς. Θα τον έχει τον τρόπο της η μικρή, είχε σκεφτεί, αλιά από μένα. Εγώ την έχω κάτσει, μπέμπα. Υποτροπή. Για νταλαβέρι. Για τη Τζοβάνα. Η Τζοβάνα γουστάρει το λούσο. Ο Γιάννης, ποια Τζοβάνα, δηλαδή. Κούκλα η Τζοβάνα. Όταν τη γνώρισα έπαθα. Δεν την ψυλλιάστηκα πως ήτανε εγχειρισμένη, αλήθεια σου λέω. Οι δικές μου λέγανε κόψε την παραμύθα, Κούλα. Την ερωτεύτηκα. Εσύ, έχεις αγόρι; Η Λουκία είχε σχέσεις εφήμερες. Με αγόρια. Δεν πίστευε στον έρωτα που κρατάει πάνω από λίγες μέρες. Το σώμα του άλλου δεν είναι ιδιοκτησία, Κούλα. Δεν είναι κλοπή. Μωρό, με μπερδεύεις.
Η Λουκία δεν γνώρισε μάνα. Είχε παρατήσει τον πατέρα της όταν ήτανε βρέφος. Εκείνος ήτανε μηχανικός. Μεγαλοεργολάβος. Δεν θυμόταν πόσες πολυκατοικίες είχε σηκώσει. Με την κρίση τον πήρε η κάτω βόλτα. Αν και του έφταναν να ζήσει άνετα όσο θα ζούσε, έζησε πολύ λιγότερο απ' όσο περίμενε. Μπαμ και κάτω. Το στρες είναι δολοφόνος. Η Λουκία είχε αρκετά λεφτά σ' έναν λογαριασμό που της άνοιξε ο μπαμπάς όταν τα πράγματα σκούρυναν αρκετά. Την περιουσία πήγε και την αποποιήθηκε κι άντε γεια. Της είπαν να ζητήσει απογραφή της κληρονομιάς να δει αν τη συμφέρει να κάνει αποδοχή αλλά σιγά μην έμπλεκε.

rightsobserver

Μέσα σ' ένα μήνα είχαν κολλήσει. Η Κούλα, καμιά δεκαπενταριά χρόνια μεγαλύτερη, βάλε και τις καταχρήσεις, φαινότανε σα μάνα της. Και τη φρόντιζε. Δεν άφηνε καμιά να την πειράξει. Εδώ είναι κόλαση, μωρό. Την άλλη φορά που με είχαν δέσει, όταν γύρισα απ' την άδεια έπαθα κλακάζ. Κολπικός έλεγχος· ξέρεις τι είναι; Είχαμε κάνει αγώνα για την Γκουλιώνη, καμάρωσε η Λουκία. Ναι, καλά. Τίποτα δεν σκαμπάζεις. Κάτσε να σε βάλει ο Μήτσος στο κρεβάτι του γυναικολόγου και να σου χώσει τη χερούκλα με το γάντι και να σε ρωτήσει κιόλας αν σου άρεσε και θα σου πω. Η Λουκία κούρνιασε στο στήθος της. Μη φοβάσαι. Αν θέλεις, να με λες μαμά. Η μαμά μου δεν με θήλασε ποτέ, Κούλα. Θα είσαι το μωρό μου στο κελί.
Η Κούλα σήκωσε τη μπλούζα, τράβηξε το σουτιέν και φάνηκαν τα βυζιά της. Η Λουκία είδε το τατουάζ στο αριστερό. Μια κάμπια πάνω σ' ένα μανιτάρι έπινε αργιλέ. Χαμογέλασε. Η Κούλα την έσπρωξε απαλά προς το δεξί. Έλα, να παρηγορηθείς λιγάκι. Από εκείνο το βράδυ η Λουκία τη χάιδευε συνέχεια. Πρόσεχε μαρή, η Δήμητρα έχει μάτια και στην πλάτη. Της χάιδευε τα μαλλιά, τον λαιμό, την ελιά στο μάγουλο· κι ηλεκτριζότανε και πηδούσε σαν κατσίκι. Εμείς είμαστε το κίνημα Κούλα μου, Κουλίτσα μου, Κουλάρα μου. Τα ονόματά μας είναι ίδια παρά ένα ι, αλλάζουν θέση το κου και το λου. Σαν τα ποδανά, ε; Περίπου. Θα βγάλω το ι να με λες Λούκα. Κούλα - Λούκα.
Ένα απόγευμα η Δήμητρα την είδε να της χαϊδεύει τον ποπό. Σκύλιασε. Την άλλη μέρα τις άλλαξαν κελιά. Γεια σου ρε Μήτσο στραβοκάνη, της είπε η Κούλα όταν μπήκε στο κελί να το ανακοινώσει. Λες και το ήξερε. Όταν έσπρωχναν έξω τη Λουκία, η Κούλα ψιθύρισε στο μωρό της: μην ξεχνάς τον Ωρωπό...






χάιδεψε τα μαλλιά της
και θυμήθηκε τον Πεντζίκη
που χάιδεψε τα μαλλιά της
και θυμήθηκε τα οστά των μεταστάντων
και τσίκι τσίκι βγήκε αυτό το τσίκι τσίκι
και τσίκι τσίκι βγήκε μία ιστορία

womenprisoners






[ είμεθα πρωτότυποι ]