Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014


πρωτοχρονιά
(σεμνόν λιμερίκιον)





μια μέρα είναι και αυτή όπως οι άλλες
σώμα της μνήμης μυρισμένο με φουσκάλες
σκάνε οι φουσκάλες μη φοβού η γη πλανιέται
σώμα ψυχή σε διπολία να τυραννιέται
να τυραννάει κότσι παΐδια σβέρκο σπάλες









Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014


χριστουγεννιάτικη κάρτα
μιας πουτάνας από τη Μιννεάπολη







Τσάρλι, δεν θα το πιστέψεις, είμαι έγκυος και το κράτησα. Μένω στην ένατη πάροδος στη λεωφόρος Ευκλείδου, πάνω από την Αγορά Χρυσού. Έκοψα πιαχά, ζουζού και ξύδια. Έχω ένα πουρό που παίζει τρομπόνι στο δρόμο. 

Και λέει ότι κόβει φλέβα κι ας μην είναι δικό του το μπαστάρδι. Θα τονε σηκώσει, λέει, σα να ήτανε δικό του. Και μου χάρισε το δαχτυλίδι που φορούσε η μάνα του. Και κάθε Σάββατο βράδυ με βγάζει βόλτα και ξεβιδώνομαι.

Και, ρε Τσάρλι, κάθε φορά που περνάω από βενζινάδικο σε σκέφτομαι, με τόσο λάδι που έριχνες στο μαλλί. Έχω ακόμα εκείνο το βινύλιο του Άντονι με τους Ιμπέριαλς, αλλά κάποιος μαλάκας μου σούφρωσε το πικάπ. Μπήκες; 






Βάρεσα μπιέλες, Τσάρλι, όταν δέσανε τον Μάριο. Τα μάζεψα και γύρισα στα μέρη μου, στη Νεμπράσκα, αλλά δεν βρήκα κανέναν εκεί. Όσους δικούς μου δεν τίναξαν τα πέταλα τους είχαν στην ψειρού. Κι έτσι, καμ μπακ στη Μιννεάπολη· και δεν το ξανακουνάω από δω. 

Τσάρλι, είμαι, νομίζω, πρώτη φορά στα χάι μου από τότε με κείνα τα ντράβαλα. Μακάρι να είχα όλα τα φράγκα που φύγανε αέρα μπανά στη μαστούρα. Θ’ αγόραζα μεταχειρισμένα τουτούνια και κάθε μέρα θα καβάλαγα κι άλλο, ανάλογα τα γούστα μου. 









Αχ, μωρέ Τσάρλι, θα σ’ τη σπάσω. Θέλεις να μάθεις την αλήθεια; Δεν έχω άντρα, ούτε παίζει τρομπόνι· και ψάχνω να βρω φταλέ για τον δικαιόρο. Και θα σκάσω, Τσάρλι, του Αγίου Βαλεντίνου· με αναστολή.






gailpellettproductions





από το Blue Valentine
του Tom Waits
ολίγον πειραγμέ


Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014


αποτυπώματα του παρονθόντος





αυτήν
την τόλμη που
ορμάς στο θάνατο ζωή
καθώς ρουφάς
παράτολμος λεηλάτης
των συμβόλων
με δίχως σκάφανδρο με
δίχως και κρυψώνα
έφεδρος πειρατής
τυχαιοτήτων
την έχω απαντήσει
αυτή την τόλμη ναι παλιά
μακόμα ξανανιώθω την καρδιά
να πάλλεται τρελή
σαν τότε την ψυχή
και τι


μα πώς και
νίκησαν ξανά
οι τεχνικές του ελέγχου
το ίδιο αναρωτήθηκα το βράδυ
λερώνοντας το παρονθόν
αποτυπώματα




Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014


ποίηση πάνω απ' την άβυσσο



Έγραψα, το λοιπόν, ότι του Πλάτωνος η σκέψις με μισούσε, στίχος ανάμεσα σε στίχους, και τόσο το μετάνιωσα που σκέφτηκα ότι θα πρέπει να τον εξηγήσω, μην τον ξεχάσω εκεί και μπαγιατέψει, έωλος να μετεωρίζεται σαν περί σκέψεως σκέψις κάποιου ενός. Κοιτώ από κάτω από τις λέξεις που πληκτρολογώ του Πλάτωνος τη μούρη τη γλυφτή. Τι με φοβίζει;


melanie-mann-pinterest



Όπως τους χρησμωδούς και τους θεϊκούς μάντεις, ώστε να ξέρουμε εμείς που τους άκουμε ότι αυτά τα τόσο αξιόλογα δεν τα λένε εκείνοι ―που νου δεν έχουν―, αλλά ότι αυτός που μιλάει είναι ο ίδιος ο θεός, ο οποίος απευθύνεται διαμέσου εκείνων σ' εμάς. Περίτρανη απόδειξη για όσα λέω είναι ο Τύννιχος από τη Χαλκίδα, ο όποιος δεν έγραψε ποτέ του κανένα άλλο ποίημα που θα άξιζε να το αναφέρει κανείς εκτός από εκείνο τον παιάνα, τον οποίο όλοι ψάλλουν, το ωραιότερο ίσως απ' όλα τα τραγούδια, κυριολεκτικά, όπως κι ο ίδιος το λέει, «εύρημα των Μουσών». Και νομίζω ότι ο θεός μας το έδειξε αυτό κυρίως με τούτη τη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μην αμφιβάλλουμε ότι αυτά τα όμορφα δημιουργήματα δεν είναι έργα ανθρώπων ούτε ανήκουν στους ανθρώπους αλλά έργα θεών και ανήκουν στους θεούς, κι ότι οι ποιητές δεν είναι τίποτε άλλο παρά αγγελιαφόροι των θεών ― καθένας του θεού από τον όποιο διακατέχεται. Αυτά θέλοντας να μας φανερώσει ο θεός τραγούδησε το πιο όμορφο τραγούδι εξεπίτηδες μέσα από τα χείλη του πιο ασήμαντου ποιητή· ή έχεις την εντύπωση, Ίωνα, ότι δεν τα λεω καλά;


Τι ν' απαντήσει ο Ίων, ο καημένος ραψωδός της Ιλιάδας; Ότι του άγγιξε ο Σωκράτης την ψυχή, απάντησε. Ώστε οι ποιητές είναι απλώς μαγνητόφωνα. Τότε γιατί να εξοριστούν από την Πολιτεία; Διότι ο Πλάτων δεν έλεγε πάντα τα ίδια. Όπως κανένας δεν το κάνει. Εκτός από τις μέρες μας που σε κάποιους το επιβάλλει ο ακαδημαϊκός κορεκτιβισμός. Όμως ποιος τάλεγε; Ο Πλάτων; Ο Σωκράτης; Ποιος;

Μπορούμε να βρούμε όλους τους ενδιάμεσους συνδυασμούς ανάμεσα σ' αυτούς που λένε ότι ο Πλάτων μόνον έγραφε όσα διηγούνταν ο Σωκράτης και σ' αυτούς που λένε πως τα πάντα είναι εφεύρεση του Πλάτωνα, παρατήρησε ο Καστοριάδης. Οι ποιητές - μαγνητόφωνα του θεού στον Ίωνα είναι επικίνδυνοι για την ιδανική Πολιτεία, για να μην μπει στην πόλη το κομμάτι της ποίησης που έχει χαρακτήρα μιμητικό, επιμένει στην Πολιτεία [595a], για να καταλήξει ότι όλοι οι ποιητές είναι μιμητές ειδώλων κι ότι την αλήθεια ούτε καν την αγγίζουν [600e]. Ποιος Πλάτων και ποιος Σωκράτης; Ήταν στ' αλήθεια η διδασκαλία του Πλάτωνος σε άμεση αντίθεση με τη σωκρατική, όπως ισχυρίζεται ο Popper, που, τοποθετώντας τον Πλάτωνα στη θέση του πρώτου εχθρού μιας, όπως την εννοούσε, ανοιχτής κοινωνίας, υπενθύμισε την παραίνεση στους Νόμους του ότι καθένας θα πρέπει να διδάξει την ψυχή του, με μακρόν εθισμό, να μην ονειρευτεί ποτέ την ιδέα της ανεξάρτητης δράσης και να γίνει τελείως ανίκανος γι' αυτήν κι ότι η ύψιστη αρχή είναι πως κανείς, άνδρας ή γυναίκα, δεν θα πρέπει να στερείται αρχηγού

Η ιδανική πολιτεία του Πλάτωνος είναι μια πολιτεία ιδανικών ταξικών διακρίσεων, όπου οι τάξεις των σοφών ολιγάριθμων κυβερνητών, των φυλάκων και των παραγωγών ζουν αρμονικά γιατί έχουν αποδεχτεί τη φύση τους, αφού είναι στη φύση τους να είναι αυτό που είναι, κι έτσι βασιλεύει η σωφροσύνη, το "σωφρονείν", που θα πει η αρμονική συμφωνία του φύσει κατώτερου με το φύσει ανώτερο, αλίμονο... Είμεθα φύσει παραγωγοί, άλλοι είναι φύσει κυβερνήτες, c' est la vie. Για τον Αριστοτέλη υπάρχουν άνθρωποι εκ φύσεως ελεύθεροι και άνθρωποι εκ φύσεως δούλοι, αλίμονο... Κι όμως, λέει ο Καστοριάδης, ο Αριστοτέλης δεν θα έλεγε ποτέ για τον Πλάτωνα ότι ήταν εκ φύσεως δούλος, αν και ο τελευταίος πουλήθηκε σαν δούλος σ' ένα ταξίδι του στη Σικελία. Η ιδανική πολιτεία του Πλάτωνος αγνοεί, εννοείται, κάθε περίπτωση ταξικής κινητικότητας που θα ευνοούσαν φιλελεύθερες σκέψεις του τύπου αμέρικαν ντριμ. Μην πάρουν, προειδοποιεί, τα μυαλά κανενός αέρα, μην πάει να κάνει δουλειές που δεν είναι της φύσης του, αυτό είναι όλεθρος για την πόλη, η πολυπραγμοσύνη είναι ζημιά, η κινητικότητα ανάμεσα στις τάξεις είναι κακουργία. Το αντίθετο, δηλαδή, του εν τω κομμουνισμώ του Marx, και του Engels, της Γερμανικής Ιδεολογίας πολυπράγμονος που το πρωί κυνηγά, το απόγευμα ψαρεύει, το βράδυ φροντίζει τα οζά κι έπειτα, στο δείπνο, κάνει κριτική. Μια αύρα χιλιασμού διαπερνά τις προηγούμενες γραμμές, η ουτοπία σαν τέλος σκόπιμο ή τελικός σκοπός ξεπροβάλλει αγκαλιά με την καταθλιπτική παιδούλα, τη νοσταλγία μιας όποιας κοινότητας. 

Ο ιός των κοινών είχε προσβάλει και την ιδανική πολιτεία του Πλάτωνος, όπως, είδαμε άλλοτε, την ιδανική συμπολιτεία του Εμπειρίκου και άλλων πολλών, πολλές φορές υπεράνω πάσης υποψίας. Οι γυναίκες των φυλάκων της Πολιτείας πρέπει όλες να είναι κοινές για όλους, και καμιά τους να μη συζεί κατιδίαν με κανέναν και τα παιδιά, πάλι, να τα έχουν κι αυτά από κοινού, και κανένας γονιός να μην ξέρει το παιδί που έχει γεννηθεί από αυτόν ούτε και κανένα παιδί το γονέα του [457d]. Ο κομμουνιστικός μύθος, που η Hannah Arendt ανακάλυψε αντί στον Marx στους φιλελεύθερους οικονομολόγους που θεώρησαν δεδομένο ότι υπάρχει ένα συμφέρον της κοινωνίας ως σύνολο, το οποίο διευθύνει με αόρατο χέρι τη συμπεριφορά των ανθρώπων και παράγει την αρμονία των συγκρουόμενων συμφερόντων, πίσω από την οποία βρίσκεται πάντα αυτός ο μύθος, το κομμουνιστικό ιδεώδες του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, ο κομμουνιστικός μύθος, το λοιπόν, ήταν στα σπάργανα στην Πολιτεία. 







Όμως άλλο ήταν, ως συνήθως, το θέμα. Άλλη η αναφερόμενη αιτία του πλατωνικού μίσους δι' ημάς τους ποιητάς. Όχι ότι δεν μας αφορούν όλα τα προηγούμενα. Μας καίνε. Αλλά η εξορία είναι μεγάλος καημός. Ο Πλάτων όχι μονο δούλος βρέθηκε κάποτε, αλλά στα νιάτα του έγραφε ποιήματα και τραγωδίες, κι όταν, σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, γνώρισε τον Σωκράτη τα έκαψε, τα κατέφλεξε. Ναι. Τι μου θυμίζει (δις) θα σκεφτούν οι κακεντρεχείς. Κι όμως, αν ο διαφωτισμός οδήγησε, σύμφωνα με τους Horkheimer και Adorno στο ναζισμό, η γενεαλογία του οδηγεί πίσω στην πλατωνική σκέψη. Διαλεκτική του Διαφωτισμού

Ο Πλάτων εξόρισε την ποίηση με την ίδια χειρονομία όπως ο θετικισμός τη διδασκαλία περί ιδεών. Με την περιλάλητη τέχνη του, είπε, ο Όμηρος δεν πέτυχε ούτε δημόσιες ούτε ιδιωτικές μεταρρυθμίσεις, ούτε πόλεμο κέρδισε ούτε εφευρέσεις έκανε. Δεν ακούσαμε να τον είχαν τιμήσει ή αγαπήσει πολυάριθμοι οπαδοί. Η τέχνη πρέπει πρώτα να αποδείξει τη χρησιμότητά της.

Μα είναι δυνατόν; Η τέχνη χρήσιμη; Η ποίηση είναι άσκηση στη διαρκή αμφιβολία, αντιτάσσει η κ. Ηλιοπούλου και με βρίσκει απολύτως, όσο επιτρέπει η γενικευμένη μου αμφιβολία απολύτως, σύμφωνο. Κι αυτή η αμφιβολία είναι που εμποδίζει την υπόθεση MHNYMAL να συνταχτεί όπου. Πρόκειται για μια μορφή ειρωνίας, μια διαρκή αβεβαιότητα, μιαν ασύνταχτη επιλογή. Αλλά. Οι Horkheimer και Adorno εντοπίζουν το διαρκές ψέμα της πλατωνικής αλήθειας:

Οι φιλοσοφικές έννοιες, με τις οποίες ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης παριστάνουν τον κόσμο, με την αξίωση τους για καθολική ισχύ ανέβασαν τις συνθήκες που αιτιολογούσαν στη βαθμίδα της αληθινής πραγματικότητας. [...] Η μεταφυσική έμφαση, ο καθαγιασμός μέσω ιδεών και κανόνων, δεν ήταν παρά η υποστασιοποίηση της σκληρότητας και της αποκλειστικότητας που έπρεπε να αποκτήσουν οι έννοιες εκεί όπου η γλώσσα ένωνε την κοινότητα των κυρίαρχων για την άσκηση της διοικητικής εξουσίας.


Λένε πως είναι αλήθεια οι ιδέες και πως η ποίηση μιμείται, σε δεύτερο χρόνο μάλιστα, γι' αυτό και είναι ψέμα.  Πλάθουν την ιδέα και την ονομάζουν αλήθεια. Ο Πλάτων έγραφε σαν ποιητής, πράγματι έγραφε ωραία, και την ίδια στιγμή αποφάσιζε την εξορία της ποίησης. Όμως το πρόταγμα της αλήθειας, της κατακτημένης γνώσης, είναι ένα τεράστιο ψόμα, ένας τεράστιος στόμας που καταβροχθίζει στίχους. Γράφοντας για τον μεγάλο εχθρό του Πλάτωνος, για τον Nietzsche, ο Bataille βρίσκει την άκρη: Η επιθυμία για γνώση δεν έχει ενδεχομένως παρά ένα νόημα: να χρησιμεύσει ως κίνητρο στην επιθυμία να διερωτώμαι.[...] η γνώση φαίνεται τελικά σαν δόλωμα, ενόψει της διερώτησης που την προστάζει.

Στο ίδιο κεφάλαιο, στην αρχή, θυμίζει τον Ζαρατούστρα: Όποιος δεν είναι πουλί, δεν πρέπει να φωλιάζει πάνω από αβύσσους. Και κλείνει με μια φράση που κυνηγάει πάνω απ' την άβυσσο την αδύναμη σκέψη του Ρωμανού:





Η ύπαρξη δεν μπορεί να είναι συγχρόνως
αυτόνομη και βιώσιμη. 







Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014


του πλάτωνος η σκέψις
με μισούσε







Αδείμαντε, του απάντησα εγώ, δεν είμαστε ποιητές, εγώ κι εσύ, αυτή τη στιγμή - μια πόλη πάμε να ιδρύσουμε. Αυτό το οποίο οφείλουμε να ξέρουμε ως ιδρυτές της πόλης είναι τα καλούπια που πρέπει να χρησιμοποιούν οι ποιητές για τους μύθους τους και που αν δεν τα λαμβάνουν υπόψη τους, δεν θα πρέπει να τους επιτρέπουμε να γράφουν κι όχι να πλέκουμε εμείς μύθους. 
Σωστά, είπε· αυτά όμως τα καλούπια για τις ιστορίες με τους θεούς πώς ακριβώς θα είναι;
Να, κάπως έτσι, είπα: είτε για επική ποίηση πρόκειται είτε για λυρική είτε για τραγωδία, το θείο πρέπει πάντοτε να παριστάνεται απαράλλαχτα όπως είναι.
Πράγματι, πρέπει.
Ο θεός όμως δεν είναι σταλήθεια αγαθός και δεν πρέπει ως τέτοιον να τον περιγράφουν;
Ασφαλώς· γιατί ρωτάς;
Ωστόσο κανένα αγαθό πράγμα δεν είναι βλαβερό· έτσι;
Νομίζω, ναι.
Άραγε κάτι που δεν είναι βλαβερό προξενεί βλάβη;
Με κανέναν τρόπο.
Και κάτι που δεν προξενεί βλάβη κάνει κανένα κακό;
Κανένα.
Και κάτι που δεν κάνει κανένα κακό θα μπορούσε να ήταν αιτία κάποιου κακού;
Πώς θα ήταν αυτό δυνατό;
Το αγαθό, πάλι, είναι ωφέλιμο;
Ναι.
Επομένως είναι αιτία ευτυχίας.
Ναι.
Συνεπώς το καλό δεν είναι η αιτία για όλα τα πράγματα αλλά μόνο για τα καλά, ενώ για τα άσχημα πράγματα δεν φέρει ευθύνη.
Συμφωνώ απολύτως, είπε.
Επομένως, είπα εγώ, ούτε και ο θεός, ως αγαθός που είναι, είναι η αιτία για όλα όσα συμβαίνουν στους ανθρώπους, όπως λέει ο πολύς κόσμος, αλλά για λίγα μόνο, ενώ για πολλά άλλα δεν είναι υπαίτιος· γιατί στη ζωή μας τα καλά πράγματα είναι πολύ λιγότερα από τα άσχημα, και τα καλά αυτά δεν πρέπει να τα αποδίδουμε σε κανέναν άλλο, ενώ για τα άσχημα πράγματα πρέπει να αναζητούμε κάπου αλλού την αιτία τους κι όχι στο θεό. 




Πλάτωνος Πολιτεία
Μτφ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλου
Εκδόσεις Πόλις - 2002
σελ.160, 162









Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014


λογική




χτίστηκα μέσα στων ανθρώπων τα υπόγεια
άντεξα σύμβολα στους τοίχους καρφωμένα
με ταπεινότητα επιδόθηκα σε ασκήσεις
σε ντροπαλό πάντα ρυθμό αξιοπρεπείας


τριγύρω ανάμεσα εγώ-υπό-υπέρ
συναγερμοί το πάντα τέλος αναγγέλναν
μεστή του πλάτωνος η σκέψις με μισούσε
οι ποιηταί σπουδάζαν έρωτα επί χάρτου


όλα είναι λάθος τα σωστά η γη γρυλίζει
η ολότης εύχεται τα δέοντα στα κομάτια
η πράξις σφάγιο σκοπούμενης ελπίδας
 παντοίων κινδύνων νάρθηξ πρόνοια λογική


φασκιώνει χρόνια
τις σιωπές μας
στοργική




devonblunden



Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014


σιωπές





χτίστηκα
στων ανθρώπων
μέσα τις σιωπές
κάτω απ' τις πλάκες
των σιωπών έστηναυτί
και τίποτα
ερημιά

έκλεινα εντός
τις φυλλωσιές
που χόρευαν ώσπου
κλαδιά γυμνά κρατούσαν
το λυγμό για τη βροχή
πιάναν κορόιδο
τον αέρα το νομά
και των μαθιών
την περισπούδαστη 
εποπτεία
μίλησα τη σιωπή
τη γλώσσα των αστών μιμήθηκα
των προλετάριων την ελπίδα
καμώθηκα στων μικροαστών
την καταδίκη 
τη σιωπή
κοιτώντας πάνταπο μακριά
το γέρικο καράβι πούδεσε
ξαμόλησεν αλαφιασμένους ναυτικούς
και ποντικούς του Πόντου
είδα παιδιά γριές
χαμάληδες σκυλιά
πόρνες απόλες τις φυλές
πρεζόνια ντόπια
θλιμμένο σμάρι
να υποδέχεται
τους ξένους
καθώς συντρόφευε
την πάχνη της αυγής
η ανομολόγητη σιωπή
που εξουσιάζει
ποιήματα δαγκωμένα
από σαγήνη
απαγγελία σιωπής
υπάκουα θρωπάκια
εμβολιασμένα




Dens We Tunneled


πες μου φωνή 
της ερημιάς εντός μου
για τις δικές μου πές μου 
τις σιωπές μου







pençik bahçe


Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014


λογαριασμός







χτίστηκα στων ανθρώπων μέσα 
τις ελπίδες που παγώναν 
νεκρός ο ήλιος η φωτιά πνιγμένη 
καθώς της νύχτας σβήνονταν τα όρια 
έμενε μόνο το βαθύ της αγωνίας σκοτάδι 
με τις ασήκωτες κοτρόνες 
τη λάσπη την κοσκινισμένη στη σιωπή 
μυρίστηκα των ζώων το μπλαβισμένο αίμα 
σύρθηκα σαν το σάλιαγκα στη δουλικήν υπομονή 
ως τα θεμέλια που με χτίσαν και στριμώχτηκα 
αδένες άρρωστοι να εκκρίνουν 
τις ερωτήσεις τις πικρές
που δεν απάντησε ποτές ένα πουλάκι 
που βολοδέρνουν στων αυτιών μπροστά τις σύρτες 
κλείστηκα σαν δραπέτευα στου λαγουμιού 
που την ψυχή τη μούδιαζε το υγρό το τοίχωμα 
και να μαι τώρα ο μόνος που απόμεινε 
σεφιάλτη μέσαν εκδοροσφαγέας 
ναπολογιέμαι για της ανθρωπότητας 
την καπνισμένη βουλιμία 
κρατώ πειστήρια πέτρα κόντιο μπαλτά 
τι να πληρώσω περιμένω μόνος 
που του γκρεμίστη η προκυμαία στο λιμάνι
να τις πληρώσω όλες μόνος μοναχός
τις παχουλές σειρήνες μυρουδιές 
έναν λογαριασμό για τα καημένα ξύγκια 
τις γλώσσες τα εντόσθια 
τις κοιλιές 








Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014


Θεόδωρος Λασκαρίδης: Λιποτάκτης







Ο στρατός υποχωρεί σ’ όλο το μέτωπο. Οι τηλεφωνικές γραμμές κατεστράφησαν. Τα νοσοκομεία, τα άλογα, οι αποθήκες μεταφέρονται όλα με μια αφάνταστη παραζάλη προς τα οπίσω, προς το Ντόμπρο Πόλιε. Έφυγε η σημαία του 11ου συντάγματος –που ανήκω– έφυγε κι εκείνη τυλιγμένη μέσα σε μια μουσαμαδένια θήκη. Την συνοδεύουν πέντε στρατιώτες μ’ έναν ανθυπασπιστή, που πετούν απ’ τη χαρά τους, γιατί με το να ορισθούν φρουρά ενός παλιοκούρελου, γλιτώνουν από βέβαιο θάνατο. Τα πρόχειρα δυο μικρά νοσοκομεία του συντάγματος, που έφυγαν, δεν επήραν μαζί τους και τους βαριά πληγωμένους. Ένας έχει συρθεί σχεδόν πάνω απ’ το χαράκωμα που βρίσκουμαι και μου ζητάει νερό. Είναι κάποιος γνωστός μου χωρικός. Κομμάτια οβίδες τού έχουν μισοβγάλει τα έντερα, που τα κρατεί με τα δυο του χέρια... Είναι το μόνο στήριγμα, ο δυστυχής, μιας οικογένειας με έξι παιδιά. Θέλει νερό. Κλαίει και μ’ ερωτά με μια φωνή που δεν έχει πια τίποτε το ανθρώπινο. «Πότε θα ξαναγυρίσουν οι νοσοκόμοι να με πάρουν;» Τον είχαν ξεγελάσει, εγκαταλείποντάς τον, πως θα ξαναγυρίσουν να τον πάρουν. Κι όσο η ώρα περνά κι όσο πλακώνει το μούχρωμα, τόσο η αγωνία του ετοιμοθάνατου μεγάλωνε, και τον ακούω να κλαίει, να βογγά, να μουγγρίζει, σαν ζώο που το σφάζουν. Ο μόνος γιατρός που έμεινε ακόμη στην πρώτη γραμμή, ακούει τα βογγητά και σκυφτά έρχεται σιμά μου για να τον ιδεί. Κουνάει απελπιστικά το κεφάλι, βγάζει το ρεβόλβερ του και, χωρίς ο χωρικός να το νιώσει, το βάζει στα μηνίγγια του και τραβάει τη σκανδάλη. 

Παγωμένος απ’ τη φρίκη, παρακολουθώ τη σκηνή. Ο γιατρός αποτελείωσε το έργο της εχθρικής οβίδος... Κάποιοι άλλοι τραυματισμένοι βογγούν άγρια λίγο παρακάτω. Ο γιατρός βγάζει το κεφάλι του απ’ τα χαρακώματα για να ιδεί αν μπορεί να τους σκοτώσει κι αυτούς, αλλά μια σερβική σφαίρα τον βρίσκει στο κεφάλι και πέφτει μέσα στο χαράκωμα, επάνω μου, χωρίς να βγάλει μιλιά.

Το τελευταίο κανόνι που μας υπερασπίζει, ένα μικρό ορεινό, σπάει από μια οβίδα που το κάνει κομμάτια. Είμαστε πια ανυπεράσπιστοι, χωρίς χειροβομβίδες, χωρίς κανόνια, χωρίς τουφέκια. Ο ανθυπασπιστής μάς δίνει κουράγιο, ενώ κι ο ίδιος τρέμει. «Θάρρος, παιδιά, αυτή τη νύχτα μονάχα κι αύριο φθάνει ο Μάκενζεν με δέκα μεραρχίες». 

Έτσι μας λέει. Οι δυστυχείς χωρικοί πιστεύουν στα λόγια του και σιγά σιγά ξεπαστρεύονται ένας-ένας απ’ τα σερβικά μυδραλιοβόλα, τις γρενάδες και τις οβίδες...

Είμαι χωμένος μέσα στη λάκκα, μη δυνάμενος πια ούτε να σκεφθώ. Ο φόβος μ’ έχει παγώσει. Η σκέψις μου έχει σταματήσει... Περιμένω από στιγμή σε στιγμή το μοιραίο βόλι, που μόνο αυτό θα μπορούσε να με ξεκουράσει... Θέλω μόνο να μην πονέσω... Να πεθάνω χωρίς να καταλάβω... Ο σερβικός προβολεύς σε λίγο φωτίζει το βουνό· φωτίζουν για να ιδούν πού είμαι και να με σκοτώσουν, φαντάζομαι... και κλείνω τα μάτια μου, προσμένοντας να σφυρίξει πλάι μου η οβίδα... Μάταια όμως... Έξαφνα παύει κάθε βοή. «Θα ετοιμάζονται –σκέφτομαι– για επίθεση με τις λόγχες». Ανατριχιάζω νιώθοντας μια λόγχη να με σουβλίζει... Αλλά και πάλι τίποτε...

Νέκρα βασιλεύει στ’ αντικρινά μας χαρακώματα. Παίρνω θάρρος κι όλο το μίσος που νιώθω εναντίον της περίφημης αυτής «πατρίδας» και του «νόμου», που μ’ έφερε αντίκρυ στους Σέρβους και τους Γάλλους για να σφάξω και να με σφάξουν, του νόμου που μ’ έκανε κτήνος, ξεσπά σε μια βρισιά που
βγαίνει ασυναίσθητα απ’ το στόμα μου... 

Ο ανθυπασπιστής μ’ ακούει να βρίζω την «πατρίδα» και μου κάνει παρατήρηση. Μη βρίσκοντας απ’ τη λύσσα λέξη να του απαντήσω, τον μουντζώνω με τα δυο μου χέρια, ενώ απ’ το στόμα μου βγαίνουν αφροί... Είμαι τρελός πια... Δεν αισθάνομαι τι κάνω. Τσαλαπατώ το πηλήκιό μου... βρίζω τον Τσάρο...

Οι άλλοι στρατιώτες φωνάζουν κι αυτοί...

Ο ανθυπασπιστής ορμά επάνω μου φωνάζοντας: «Επαναστάτησε... τρελάθηκε... δέστε τον...»

Οι στρατιώτες τον ακολουθούν σαν κτήνη. Βλέπω πως χάνουμαι, βλέπω πως θα με σκοτώσουν, κι ασυναίσθητα πηδώ έξω απ’ το χαράκωμα ολόρθος, αντίκρυ στα σερβικά χαρακώματα, που είναι δέκα βήματα κοντά. Δυο-τρεις σφαίρες σφυρίζουν γύρω μου, που τις ρίχνουν οι Βούλγαροι...

Ο σερβικός προβολεύς φωτίζει εκείνη τη στιγμή όλο το βουνό. Οι παλικαράδες που ήθελαν να με δολοφονήσουν μέσα στο χαράκωμα κρύβονται τώρα. Οι Σέρβοι ορθοί αντίκρυ με καλούν.

Στέκομαι ανάμεσα στις δυο εχθρικές γραμμές, με ξεσχισμένα τα ρούχα, χωρίς πηλήκιο, χωρίς όπλο, μ’ αφρούς στο στόμα και κραυγάζω:

«Κάτω οι πόλεμοι.
Κάτω οι πατρίδες!»

Ύστερ’ από λίγη ώρα, σ’ ένα σερβικό νοσοκομείο, ένας γλυκομίλητος γιατρός μού βάζει κομπρέσες στο κεφάλι.









Τα Άπαντα του Θεόδωρου Λασκαρίδη
συγκέντρωσε και επιμελήθηκε ο Νίκος Σαραντάκος
και εκδόθηκαν από τις εκδόσεις διάπυροΝ με τίτλο το φονικό μοιραίο βόλι

Στη συνοπτική βιογραφία του στα Άπαντα αναφέρεται η σύλληψή του το 1916,
σε ηλικία 20 χρονών, από τις τουρκικές αρχές στην Κωνσταντινούπολη 
και η επιστράτευσή του από τον βουλγαρικό στρατό.

Στο διήγημα Λιποτάκτης, που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη το 1920,
περιγράφει μάλλον την αυτομόλησή του στον σέρβικο στρατό,
αν και εμφανίζεται σαν μεταφραστής.

Ο Λασκαρίδης έφτασε δραπέτης στην Αθήνα το 1917, 
όπου έπιασε δουλειά στον Ριζοσπάστη, έγινε και αρχισυντάκτης του.

Αυτοκτόνησε τον Δεκέμβρη του 1921.




Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014


ο Ελυάρ, τα μολύβια κι η ποίηση


Η Κριτική της ποίησης του Ελυάρ, από τη συλλογή Η άμεση ζωή, του 1932, που την προτίμησα γι' αναρτητέα ο μηδαμινός, μικρότερος από τη φύση, που είναι της περασμένης νεωτερικότητας μήνυμαλ, κατά κάποιον τρόπο, καταγγελία, σε μετάφραση Ζ.Δ. Αϊναλή, από το Ποιείν, ιδού:


Μισώ τούτη την εποχή της βασιλείας των αστών
τη βασιλεία μπάτσων και παπάδων
μ’ ακόμα περισσότερο μισώ τον άνθρωπο αυτόν που δεν την μισεί
καθώς εγώ
μ’ όλες του τις δυνάμεις.

Και φτύνω στη μούρη σου άνθρωπε μηδαμινέ, από τη φύση πιο μικρέ,
που απ’ τα ποιήματα μου όλα, εσύ προτιμάς τούτη την Κριτική
της ποίησης.






Γραμμένο στο χαρτί το ποίημα, ίσως σε γραφομηχανή, μα σίγουρα όχι σε υπολογιστή. Ο Σωτ. Παστάκας, συνθέτοντας ένα σαβουάρ-βιβρ για νέους ποιητές, αφού παρατήρησε ότι η έκρηξη της γραφομανίας των ημερών μας οφείλεται στη χρήση εφαρμογών για γράψιμο σε υπολογιστές, έκανε ειδικές συστάσεις για την τοποθέτηση της ποιητικής χέρας εν ώρα γραψίματος. 

Αν το γουόρντ και άλλοι κειμενογράφοι χαρίζουνε ξεπέτες, το πετυχαίνουν με την [αποσιώπηση] εξαφάνιση της ιστορίας του γραπτού. Οι διορθώσεις στο χαρτί με διαγραφές και με μουτζούρες επιτρέπουν την αποτύπωση αυτής της ιστορίας στο χειρόγραφο. Η οθόνη, αντίθετα, είναι ένα παλίμψηστο γραμμένο διαδοχικά πάνω σε βίαια λευκασμένες σελίδες. Ο κ. Παστάκας συμβουλεύει Τρέξτε να αγοράσετε επειγόντως μολύβια, χαρτιά και λεξικά. Ο Ελυάρ έγραψε για Εκεί που φτιάχνουν τα μολύβιαΜετέφρασε ο Γιώργος Κεντρωτής:


Το τελευταίο χελιδόνι
Να πλέξει ένα πανέρι
Το φως για να κρατήσει
Το τελευταίο να σχεδιάσει
Αυτό το ερειπωμένο μάτι

Απ’ την παλάμη του χωριού
Έρχεται το βράδυ να φάει τα σπόρια
Του ύπνου που κοιμούνται τα ζώα

Καληνύχτα στη σκέψη και τον στοχασμό

Εγώ προσωπικώς καλώ τη σιωπή
Φωνάζοντάς τηνε με το μικρό της όνομα.














θα τηνε γδάρω τη σιωπή να σκούζει όταν τη γδέρνω
πορπάτησα μες στη φωθιά και μοναχός γιαγέρνω




Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014


και τα παρίσια και οι δρόμοι
πάντα εκεί



Αναρωτιόταν αν και κατά πόσον η συζήτηση για τη στάση του Χάιντεγγερ απέναντι στον ναζισμό, για την αλληλογραφία του με τον Μαρκούζε ή η συζήτηση για την εκλογική νίκη του Χίτλερ και τη στάση της γερμανικής αριστεράς διέφεραν από τις συζητήσεις για το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα, τα προπονητικά λάθη, για το αν το πέναλτι ήταν πέναλτι ή αν διέφεραν από τις συζητήσεις για τα γκομενικά των διασημοτήτων. Χώρισε η Μενεγάκη, χώρισε κι η Χάννα Άρεντ, σκεφτόταν. Η κατανάλωση είναι κατανάλωση, οι βεβαιότητες ταυτοποιούνται ωσαύτως, τα σούπερ μάρκετ έχουν προσφορές, τα βιβλιοπωλεία να δεις, από το ίντερνετ κατεβάζεις τα πάντα, οι άνθρωποι ξεχωρίζουν με την εμφάνισή τους, τις καταναλωτικές συνήθειές τους, τα στέκια τους, τις σελίδες που επισκέπτονται, οι γυναίκες φέρονται σαν γυναίκες κι οι άντρες κρατάνε το ρόλο τους, τα κινητά τηλέφωνα παρέχουν σε όλους δυνατότητες, γίνονται όλο και πιο έξυπνα, καθένας ελπίζει στη βελτίωση, όλοι πιστεύουν στην πρόοδο, να πεθυμάς θα πει να ετοιμάζεσαι για του είναι σου τις λησμονιές που θάρθουν, θα πει να την προβλέπεις την κάθε νοσταλγία που θα σε πιάσει όταν. 


Κοιτούσε από ψηλά τους άσκοπους διαβάτες. Τη θνήσκουσα νωχέλεια των οχημάτων. Την απόφαση την είχε πάρει. Αφού δεν το μπορούσε εκδοροσφαγέας, ποιητής. Έβγαλε το χαρτί κι έγραψε. 

Καημένη νοσταλγία, ρομαντσάρεις:
τα ίδια τρικ, τις ίδιες ενορμήσεις.
Αύριο πάλι πάνω μου θα ορμήσεις
και θα μυρίσεις γιασεμί και θα ρεφάρεις.


Για τους ποιητές και για τους εκδοροσφαγείς η ζωή είναι αλλιώς. Βλέπουν τον κόσμο εύκολο, φορές. Απλός παλμός. Ή πολλαπλός. Τον νιώθουν. Όσοι προσπαθούνε να τον εξηγήσουνε χάνονται στους λαβυρίνθους τους, λένε πως εξηγούν ν' αλλάξουν αλλά ό,τι αλλάζει αλλάζει ερήμην τους, τους κοροϊδεύει. Δεν τους ενδιαφέρει η υστεροφημία τους. Μονάχα τη θέση μη χάσουν. Η πρόοδός τους προϋποθέτει τη συντήρησή τους. Και πλάθουν έννοιες και σχέσεις εννοιών. Ενώ τα πράγματα είναι απλά. Στα εκδοροσφαγεία και στην ποίηση:


Στο Παρίσι είναι ένας δρόμος·
στο δρόμο είναι ένα σπίτι·
στό σπίτι είναι μια σκάλα·
στη σκάλα είναι μια κάμαρα·
στην κάμαρα είναι ένα τραπέζι·
πάνω στο τραπέζι, ένα σεμέν·
πάνω στο σεμέν, ένα κλουβί·
μέσα στο κλουβί είναι μια φωλιά·
μέσα στη φωλιά είναι ένα αβγό·
μέσα στο αβγό, ένα πουλί.

Το πουλί έριξε το αβγό·
το αβγό έριξε τη φωλιά·
η φωλιά έριξε το κλουβί·
το κλουβί έριξε το σεμέν·
το σεμέν έριξε το τραπέζι·
το τραπέζι έριξε την κάμαρα·
η κάμαρα έριξε τη σκάλα·
η σκάλα έριξε το σπίτι·
το σπίτι έριξε το δρόμο·
ο δρόμος έριξε το Παρίσι.

Παιδικό τραγουδάκι: Dans le Paris  
(Paul Eluard, Ποίηση ακούσια
και ποίηση εμπρόθετη)  
μτφ. Αχ. Κυριακίδη  
 [για την εισαγωγή στις ΧΟΡΕίΕΣ ΧώΡΩΝ]




       

       en.academic.ru



Εκεί 'ναι οι δρόμοι. Τα Παρίσια πάντα εκεί.
Μεταβολή· οι πεθυμιές στήνουν βιτρίνες.
Τι κι αν εστήσαν οδοφράγματα; Πες! τι;
Τις πεθυμιές ξεπροβοδίζουν οι σαγήνες.




Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014


η δροσερή χαρά




Η μπαλαρίνα πρώιμη
ρυθμίζεται.

Τώρα να δώσει τον αγώνα 
να κοιταχτεί ει δώλια
να σιωπήσει. 
Να την κρατήσει την ανα
πνοή της μύτης την καυτή εκ
πνοή την άπονα ναδιάκοπη 
πνοή της σύγκορμης μανίας ολοένα.

Λέει με τις λέξεις ούτε τα μισά 
απ' όσα νιώθει όταν το ρίγος
έχει πια εκπορθήσει από τη φύτρα
κάθε τρίχα της. 

Την ώρα που πληρώνεται
η αγάπη με σπασμούς. 
Πριν απ' τη θλίψη του ήλιου
ή το πρωί. Η δροσερή χαρά
να βλύζει.









Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014


όνειρο μικρής χώρας




Κάθε πρωί ξυπνούσε, σηκωνόταν, νιβόταν, έψηνε καφέ, έτρωγε κάτι κι έβγαινε στο περιβόλι έξω απ' το σπίτι. Όταν σουρούπωνε γυρνούσε κι έπιανε το βιβλίο. Το άνοιγε στην ίδια σελίδα, στην 106. Διάβαζε:


Η μικρή χώρα έχει λίγους κατοίκους. Δεν χρειάζονται εργαλεία και όπλα. Δεν ταξιδεύουν μακριά. Ζουν και πεθαίνουν στα όριά της. Ίσως υπάρχουν καράβια και άμαξες, θώρακες κι άρματα, όμως εκεί δεν τα έχουν ανάγκη. Οι κάτοικοι ξέρουν να δένουν κόμπους τα σχοινιά, έχουν αγνή τροφή, ρούχα απλά και όμορφα, σπίτια ειρηνικά, ευτυχισμένες σχέσεις. Είναι τόσο κοντά οι χώρες οι γειτονικές, ακούγονται οι σκύλοι και τα πετεινά. Όμως δε νοιάζεται κανείς. Οι άνθρωποι εδώ ζουν και πεθαίνουν ήσυχα, δίχως να έχουνε δοσοληψίες...


Έπεφτε στο κρεβάτι, κοιμόταν, ξυπνούσε και ζούσε πια στη χώρα τη μικρή, του Λάο - Τσε. Στο περιβόλι δεν ήταν μόνος, βοηθούσε ο ένας τον άλλο, είχαν κοινά εργαλεία, όσα μάζευε του περιβολιού τα μοίραζε τα πιο πολλά γιατί του περισσεύανε αφού όλοι μοίραζαν ό,τι βγάζανε κι έτσι δεν του έλειπε τίποτα, είχε κρασί κι ας μην είχε αμπέλι, είχε και μπόλικα κούτσουρα για το χειμώνα. Τα βράδια πλάγιαζε νωρίς, ξυπνούσε κι ήταν πάλι αλλιώς. Όσο κι αν ήθελε ν' απαλλαγεί, ο τεχνικός πολιτισμός είχε οριστικά νικήσει. Εκτός αν κοιμόταν, αν ήταν όνειρο κι ήταν αλήθεια αυτό που νόμιζε ότι ονειρευόταν. Το έζησε άραγε ποτέ κανείς αυτό; αναρρωτιόταν. Μα, μήπως αυτό είναι το λάθος; Να έχεις την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να το ζήσεις; Μπορεί να είναι μετέωρη η ουτοπία; Να είναι η ελευθερία χαρισμένη, όπως στον κήπο των πρωτόπλαστων; Ελευθερία, σκεφτόταν, είναι να επιλέγεις απ' όσα μπορείς να επιλέξεις. Ή να μπορείς να μην επιλέγεις. Ελευθερία είναι να διαλέγεις τον δρόμο. Μα και να τον διαλέγουν κι άλλοι. Να αρνιέσαι και να γελάς. Να παίζεις τις χορδές και να μην σκέφτεσαι. 


Ξυπνώντας διαρκώς μέσα σε όνειρο, ήταν αδύνατο να καταλάβει αν κοιμόταν ή αν ήταν ξύπνιος, αφού κάθε φορά ξυπνούσε και το πριν ήταν όνειρο, αλλά, τι στο διάβολο, αν αυτό δεν τελειώσει ποτέ, θα ζει για πάντα στην αβεβαιότητα, σκεφτόταν χωρίς να ξέρει αν σκεφτόταν στον ύπνο ή στον ξύπνο, ώσπου άρχισε να πιστεύει πως ή είχε πεθάνει ή είχε τρελαθεί, ένα από τα δύο, πάντως ούτε κοιμόταν ούτε δεν κοιμόταν, αφού κάθε φορά ξυπνούσε μέσα σε όνειρο, όπως καταλάβαινε την επόμενη φορά που ξυπνούσε. Απλώς δεν ήξερε ποτέ αν το όνειρο συνεχιζόταν ή είχε τελειώσει, γι' αυτό και αντικατέστησε τελικά τις δύο εκδοχές με τις άλλες δύο, της τρέλας και του θανάτου. Τρελός ήταν, αναμφίβολα, πεθαμένος όμως δεν ήξερε αν ήταν, αφού δεν ήξερε πώς ήταν να είσαι πεθαμένος. Εκτός αν ήξερε πια.