Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

και οι Κλέφτες έσονται κλέφτες





Στη μικρού μήκους ταινία του Βασίλη Κοσμόπουλου Ο φωτογράφος των Τρικάλων ο ληστής ζητά απ' τον φωτογράφο να τον κάνει, να τον φωτογραφίσει δηλαδή. Η φωτογραφία του ίσως χρησιμέψει στις διωκτικές αρχές. Ο πατέρας του ίσως ήταν, όπως κι αυτός, κλέφτης. Μόνο που εκείνου του το γράψανε με Κ κεφαλαίο. Το Ήθος και Πολιτισμός των Επικίνδυνων Τάξεων στην Ελλάδα του Στάθη Δαμιανάκου περιλαμβάνει κείμενα που, ανάμεσα στ' άλλα, αναλύουν την περίπτωση των ελλήνων κοινωνικών (κατά Hobsbawm) ληστών, όπως εμφανίστηκε στο πλαίσιο της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Οι επικεφαλίδες πιο κάτω είναι οι τίτλοι των, γραμμένων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, κειμένων του βιβλίου. Ο Θ. Παπακωνσταντίνου, εκτός από τη μουσική της ταινίας του Κοσμόπουλου, έγραψε και το τραγούδι Α τελεία Μάνθος, βασισμένο στους στίχους του Χρήστου Μπράβου, όπως και η ταινία. 





ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Όλες οι σύγχρονες κοινωνίες, υποστηρίζει αυτή η άποψη, γνωρίζουν την ύπαρξη της "παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς" και αριθμούν στους κόλπους τους κακοποιά στοιχεία. Τα ληστρικά κυκλώματα είναι εσμός τυχοδιωκτών, κοινωνικά απροσάρμοστων αρόμων, οφειλετών του δημοσίου ή φυγόδικων. Η διάδοση και αναπαραγωγή τους για μακρό, έστω, χρονικό διάστημα χρεώ-νεται στην κρατική ανικανότητα ή στις "φυσιολογικές" δυσλει-τουργίες του συστήματος. Πρόκειται για την κυρίαρχη, από τον 19ο αιώνα, ιστοριογραφική αντίληψη, που συμμερίζονται και ορισμένοι μαρξιστές ερευνητές, για τους οποίους κάθε ιδέα κοινωνικού πολέμου είναι αδιανόητη έξω από το οργανωμένο επαναστατικό σχέδιο. Καμιά λογική ανακολουθία, επομένως, πολύ περισσότερο αφού και το ίδιο το κλέφτικο φαινόμενο ερμηνεύεται με τρόπο ώστε να απογυμνώνεται από κάθε κοινωνική διάσταση: χωρίς ιστορικές καταβολές και χωρίς συνέχεια, η κλεφτουριά εμφανίζεται αιφνιδίως τον 18ο αιώνα για τις ανάγκες του αγώνα της ανεξαρτησίας και εκλείπει αμέσως μετά την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου. Για την αποφυγή μάλιστα παρανοήσεων ως προς τη σχέση του σημαίνοντoς προς το σημαινόμενο, το αρχικό γράμμα της λέξης κλέφτης μετατρέπεται από κάπα μικρό σε κεφαλαίο. Λαμπρά ταιριάζουν όλα, όπως θα έλεγε και ο ποιητής. 
(σελ. 36-37)




ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΤΕΡΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ

Πλήρως συνυφασμένο με την κοινωνική του υπόσταση, καθώς και με τις ιδιαίτερες τοπικές σχέσεις που ενσαρκώνει, το ηθικό στερέωμα του ληστή επιβεβαιώνει και επεκτείνει τη νομιμοποίησή του στη συλλογική αγροτική συνείδηση, μαρτυρώντας ταυτόχρονα για τη δυσκολία του εγκαθιδρυμένου συστήματος να θέσει σε λειτουργία σύγχρονο σωφρονιστικό σύστημα, αλλά και γενίκευση της στρατιωτικής θητείας, εθνική εκπαίδευση και, αργότερα, εργοστάσια και μισθωτή εργασία. 
(σελ. 59)


Η άρνηση του ληστή να κλίνει τον αυχένα στον ισχυρό, η έπαρση και η υπερηφάνεια του, η ηγεμονική του στάση, η ανυποχώρητη θέλησή του να υπερασπιστεί, με τίμημα τη ζωή του, αυτό που εκείνος θεωρεί αρχέγονο και αναφαίρετο δικαίωμα για τον δίιο και την κοινωνία στην οποία ανήκει, το σύνολο των χρακτηριστικών του ελεύθερου ανθρώπου που του προσδίδει το λαϊκό φαντασιακό, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά παρά μόνο μέσω ενός παιχνιδιού τοπικών αντίθετων δυνάμεων, μιας δυϊκότητας καταπίεσης/προσωποποιημένης αντίστασης, στο πλαίσιο μιας περιοχής (της "δικής του" περιοχής), της οποίας η ακτίνα γενικά δεν ξεπερνάει μερικές δεκάδες χιλιόμετρα. Χάρη στην οργανωμένη και ένοπλη ανυποταξία, η ληστεία καθιε-ρώνεται ως αντι-εξουσία, η οποία, όπως κάθε εξουσία, υπακούει σε ορισμένες αρχές που της είναι ιδιαίτερες και διαθέτει κύρος, τόσο απέναντι στους εκπροσώπους των κυρίαρχων τάξεων, όσο και σε άλλους καταπιεσμένους. 
(σελ. 60-61)






ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΕΣΙΒΙΟ ΚΛΕΦΤΗ ΣΤΟΝ ΡΕΜΠΕΤΗ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

Η λέξη "Κλέφτης", που υποδεικνύει στην κυριολεξία τον κλέφτη, όχι μόνο θα απογυμνωθεί από το νόημά της στον επίσημο λόγο, αλλά χάρη στην τέχνη των σημασιολογικών ανατροπών, της οποίας μόνο η άρχουσα ιδεολογία κατέχει τα μυστικά, θα φτάσει να σημαίνει τον μη-κλέφτη. Το γόητρο που περιβάλλει την ηρωική του μάχη για εθνική απελευθέρωση δεν επιτρέπει καμιά σύγχυση με τους κοινούς ληστές. Επιπλέον, για να αποφευχθεί κάθε παρεξήγηση, το όνομά του γράφεται με Κ κεφαλαίο και η χρήση τού τίτλου που καθιερώνεται έτσι θα απορριφθεί κατηγορηματικά προκειμένου για σχηματισμούς που δημιουρ-γήθηκαν από παλιούς πολεμιστές και τους άμεσους απογόνους τους.
(σελ. 101-102)








Και δυο σύγχρονες εκδοχές
για τη μαύρη ζωή των μαύρων κλεφτών:


ΑέΡΑ ΠΑΤέΡΑ



Χορωδία Ι. Μ. ΔΗΜΗΤΡΙάΔΟΣ



Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΕΙΚΟΝίΤΣΑ



Ω, Μαρξ, 
θυμήσου με μια Κυριακή.
Δεν είμαι πια ο φοιτητής 
που σε ξεσκόνιζε. 



neatorama


Θυμήσου ότι 
δεν έλειψε ποτέ 
απ' το δωμάτιο η μορφή σου.
Σε καρτποστάλ, σε αφισέτα, 
σε ταμπακέρες και κονκάρδες,
πανταπαρών, αδάμαστο το πνεύμα σου, 
θυμήσου που δεν είχα για να φάω,
μ΄αγόρασα τα διαλεχτά σου έργα,
που χόρτασα μισθό, τιμή 
και ρεύτηκα το κέρδος.

Καιρός να πούνε οι φιλόσοφοι 
πώς τον αλλάζουνε τον κόσμο·
πρωί θα σούρθε η φαεινή ιδέα. 
Σε πίστεψα, λιμοκοντόρε, σαν κοριτσάκι
την ελαχτάρησα την επανάστασή σου,
ξόδεψα κάμποση ζωή να διαλαλώ 
πως θάρθει ο καιρός ναλλάξει η στορία,
να μην πορνεύεται η δύναμη του εργάτη,
να μην πουλά κανένας να μην αγοράζει,
να γίνουν θρύψαλα ελπίδας οι αλυσίδες.

Αλήτη Κάρολε, 
παλιά μου εικονίτσα. 


grayee





σπουδή του ανωτέρω εν τω σπηλαίω








        Dear Φρεντ, 
Θέλησα να σου γράψω χτες στο Μουσείο, ξαφνικά όμως ένιωσα πολύ άσχημα και χρειάστηκε να σταματήσω το διάβασμα ενός ενδιαφέροντος βιβλίου. Η όρασή μου σκοτείνιασε. Ένας δυνατός πονοκέφαλος, μια απότομη δυσκολία στην αναπνοή. Έπρεπε να πάω σπίτι. Ο αέρας και το φως άσκησαν την ευεργετική τους επίδραση πάνω μου. Όταν γύρισα κοιμήθηκα for some time. Η κατάσταση της υγείας μου είναι τέτοια που θα έπρεπε να εγκαταλείψω για some time κάθε εργασία και κάθε πνευματική δραστηριότητα. Ωστόσο θα μου ήταν δύσκολο να το κάνω ακόμα κι αν είχα τα μέσα για να ζήσω μιαν αργή ζωή. 


η αρχή επιστολής του Μαρξ (από το Λονδίνο) 
στον Ένγκελς (στο Μάντσεστερ)
στις 25 Μαρτίου 1868

μτφ. Λ. Αποστόλου
εκδ. Μπάυρον - 2η έκδοση 1986
τ. Β΄ (σελ. 358)





srbaproton



Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013


Π




Πώς τσίχλες μ' ανοιχτές φτερούγες ή άγρια περιστέρια
σε βρόχια μπλέκονται, στημένα μες σε θάμνα, ενώ γυρεύουν
στη φωλιά τους να χωθούν, και ξαφνικά φριχτό το κούρνιασμα
 τους βγαίνει· έτσι κι εκείνες στη σειρά κρατούσαν το κεφάλι τους,
 με τη θηλιά γύρω από τον λαιμό τους περασμένη, να βρούνε
 άθλιο θάνατο, καθώς τα πόδια κρεμασμένα σφάδαζαν—
για λίγο όμως, όχι για πολύ.

Οδύσσεια, Χ - στίχοι 468 - 473

Στη ραψωδία X της Οδύσσειας περιγράφεται η τιμωρία που ο γιος του βασιλιά της νήσου επιβάλλει στις άπιστες δούλες εξαιτίας του ξεπεσμού τους στη στάθμη των εταίρων. Με ασυγκίνητη αταραξία, απάνθρωπα όπως μόνον η Impassibilite (απάθεια) των πιο μεγάλων αφηγητών του δέκατου ένατου αιώνα, περιγράφεται η τύχη των κρεμασμένων και ανέκφραστα παρομοιάζεται με το θάνατο των πουλιών στο βρόχο, με εκείνη τη σιωπή, που το πάγωμα της είναι το αληθινό υπόλοιπο κάθε λόγου. Ακολουθεί αμέσως ο στίχος που περιγράφει τις κρεμασμένες στη σειρά: «και σπάραζαν με τα ποδάρια τους - για λίγην ώρα μόνο».  Με μια ακρίβεια η οποία ακτινοβολεί κιόλας την ψυχρότητα της ανατομίας και της ζωοτομίας ο περιγράφων συντάσσει το μυθιστορηματικό πρακτικό για τους σπασμούς των υποταγμένων, οι οποίες οτο όνομα του δικαίου και του νόμου κατακρημνίζονται σε εκείνο το βασίλειο από το οποίο διέφυγε ο δικαστής Οδυσσέας. Ως αστός που στοχάζεται πάνω στην εκτέλεση ο Όμηρος παρηγορεί τον εαυτό του και τους ακροατές του, που είναι μάλλον αναγνώστες, με την ασφαλή διαπίστωση πως δεν κράτησε πολλή ώρα- μια στιγμή μόνο και όλα είχαν τελειώσει. Όμως μετά το «για λίγην ώρα μόνο» διακόπτεται η εσωτερική ροή της αφήγησης. Για λίγην ώρα μόνο; ρωτά η χειρονομία του αφηγητή και διαψεύδει την αταραξία του. Ανακόπτοντας την αφήγηση δεν επιτρέπει να ξεχαστούν οι εκτελεσμένες γυναίκες και αποκαλύπτει τα ακατονόμαστα αιώνια βάσανα του ενός δευτερολέπτου, όταν οι δούλες πάλευαν με το θάνατο. Ως ηχώ δεν μένει από το «για λίγην ώρα μόνο» παρά μόνο το quo usque tandem (ως πότε επιτέλους), το οποίο οι μεταγενέστεροι ρήτορες ανυποψίαστοι βεβήλωσαν, καθώς παρότρυναν τον εαυτό τους να κάνει υπομονή. Η ελπίδα όμως στην εξιστόρηση της ανοσιουργίας συνδέεται με το γεγονός ότι πέρασε πολύς καιρός από τότε. Για τη διαπλοκή της προϊστορίας, της βαρβαρότητας και του πολιτισμού ο Όμηρος κάνει την παρηγορητική χειρονομία που δείχνει ότι έχει στο νου του εκείνο το «Μια φορά κι έναν καιρό». Το έπος έπρεπε πρώτα να γίνει, μυθιστόρημα, για να περάσει ύστερα στο παραμύθι.

το τέλος του παραρτήματος
Οδυσσέας ή Μύθος και Διαφωτισμός
από τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού
των Αντόρνο και Χορκχάιμερ
μτφ. Λ. Αναγνώστου
εκδ. Νήσος 1996

12 δούλες κρέμασε σαν τσίχλες στις θηλιές
γιατί δοθήκαν πορνικά σ' εκειούς τους γιαβουκλήδες
τίναζαν τα ποδάρια τους, λύνονταν οι κοιλιές
μα ο πόνος τους κρατήθηκε κρυφός κάτω από φλοίδες



Σκότωναν φτωχές γυναικούλες γιατί έπλεναν ρούχα ιταλών ή γερμανών στρατιωτών. Θανάσιμο έγκλημα, επαίσχυντη αντιπατριωτική πράξη. Από πόσο πατριωτικό πάθος θα φλέγονταν αυτός ο λεβέντης για να σκοτώσει μια μάνα που έπλενε ρούχα για ένα κομάτι ψωμί για τα παιδιά της. 

Σκότωναν εργάτες γιατί δούλευαν σε γερμανικές επιχειρήσεις. Στους ομαδικούς τάφους που άνοιξαν στο Περιστέρι, μπροστά στην αντιπροσωπεία των αγγλικών εργατικών συνδικάτων όλα τα πτώματα φορούσαν μπαλωμένα κουρέλια και τα χέρια τους ήταν χέρια εργατών. Τα αγγλικά συνδικάτα και το αγγλικό εργατικό κόμμα είχαν τότε ζωηρά διαμαρτυρηθεί για την επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα, εναντίον μιας δημοκρατικής αντιστασιακής οργάνωσης. Ο Τσώρτσιλ τους πρότεινε να εκλέξουν μια επιτροπή και να τη στείλουν στην Ελλάδα για να γνωρίσει από κοντά αυτήν τη "δημοκρατική αντιστασιακή οργάνωση". Αυτοί ήρθαν και είδαν. 

Σκότωσαν γυναίκες γιατί από την πείνα ή για να σώσουν τα παιδιά τους δόθηκαν για μια πανιότα ή για μια κονσέρβα σε ιταλούς ή γερμανούς στρατιώτες. Αυτή η περίπτωση ήταν πιο σοβαρή. Δεν επρόκειτο μόνον για τον κίνδυνο να δημιουργηθούν φιλικές σχέσεις με τους κατακτητές, αλλά προσέβαλαν την εθνική τιμή και υπήρχε κίνδυνος να μπασταρδέψουν τη ράτσα μας. Μια αυθεντία από την υψηλή διανόηση του τόπου μας, αναγνωρισμένος προοδευτικός, εκπαιδευτικός κλπ προτείνει σ' ένα βιβλίο του που εξακολουθεί να θεωρείται η "Βίβλος της Εθνικής Αντίστασης" ότι αυτές τις γυναίκες θα πρέπει να τις σημαδεύουμε στο μέτωπο μ' ένα καυτό σίδερο ένα "Π", που θα σημαίνει προδότισσα και πόρνη. Αυτό το βιβλίο του Δ. Γληνού δεν θα πρέπει να χαθεί, θα πρέπει να μείνει για την ανθρωπιστική και δημοκρατική διαπαιδαγώγηση των νέων!

Άγις Στίνας, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ





κατάστασις μπουρδέλο







Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυρνώντας αποκρίθη:

«Μην τη ξυπνάς ακόμα· πήγαινε να πεις στις σκλάβες πρώτα

εδώ να ᾿ρθουν αυτές που αταίριαστες δουλειές πιο πριν σκάρωναν.»

Αυτά της είπε, κι η γερόντισσα το αρχονταρίκι αφήκε,

στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να ᾿ρθουν.

Κι έκραξε εκείνος τον Τηλέμαχο, το θείο χοιροβοσκό του

και το βουκόλο, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός τους:

«Νεκρούς να κουβαλάτε αρχίσετε, κι οι δούλες να συντράμουν

οι ίδιες μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια

με το νερό και τα χιλιότρυπα σφουγγάρια να παστρέψουν.

Κι ως θα 'χετε όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει,

τις δούλες έξω απ᾿ το καλόχτιστο να βγάλτε αρχονταρίκι,

και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη

τα κοφτερά σπαθιά ανασέρνοντας χτυπάτε τις και σ᾿ όλες

να δώστε θάνατο, τον έρωτα για πάντα να ξεχάσουν,

που εχαίρουνταν ως τώρα σμίγοντας κρυφά με τους μνηστήρες.»

Έτσι όρισε, κι οι δούλες έφτασαν όλες μαζί και μπήκαν

πικρά θρηνολογώντας, κι έτρεχε το δάκρυ τους ποτάμι.

Των σκοτωμένων πρώτα σήκωναν και βγάζαν τα κουφάρια,

και στης αυλής της καλοτείχιστης το σκεπαστό από κάτω

τον έναν πλάι στον άλλο απίθωναν και κάτω απ᾿ του Οδυσσέα

την προσταγή, να κάνουν γρήγορα, τους βγάζαν στανικώς τους.

Πήραν μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια

και με νερό και με χιλιότρυπα τα πάστρευαν σφουγγάρια.

Μετά ο βουκόλος κι ο Τηλέμαχος κι ο θείος χοιροβοσκός τους

με ξύστρες έτριβαν το πάτωμα στο στέριο αρχονταρίκι.

κι οι δούλες μάζευαν τα ξύσματα και τα πετούσαν όξω.

Κι ως είχαν όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει,

τις δούλες σύραν όξω απ᾿ τ᾿ όμορφο, το στέριο αρχονταρίκι,

και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη,

μες στο στενάδι εκεί τις μάντρωσαν, να μην μπορούν να φύγουν.

Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος το λόγο επήρε κι είπε:

«Όχι, σ᾿ αυτές δε θέλω θάνατο να δώσω τιμημένο—

που στο κεφάλι της μητέρας μου κι εμένα καταφρόνια

σκορπούσαν και ντροπή, και πλάγιαζαν μαζί με τους μνηστήρες!»

Είπε, και γαλαζόπλωρου άρμενου χοντρό σκοινί στεριώνει

από τρανή κολόνα, κι έζωσε μ᾿ αυτό το θόλο γύρα,

ψηλά τανιώντας το, τα πόδια τους στο χώμα να μη φτάνουν.

Πως όταν τσίχλες απλοφτέρουγες για περιστέρες θέλουν

να φτάσουν στη φωλιά τους κι άξαφνα φριχτή κούρνια τις δέχτη,

τι πιάστηκαν στα βρόχια, που έτυχαν στημένα μες στα θάμνα —

όμοια κι οι δούλες τα κεφάλια τους γραμμή κρατούσαν, κι όλες

θελιά είχαν στο λαιμό, από θάνατο να παν συφοριασμένο,

και σπάραζαν με τα ποδάρια τους — για λίγην ώρα μόνο.

Μετά και το Μελάνθιο τράβηξαν στην πόρτα του αντρωνίτη

μπροστά, μες στην αυλή, και με άσπλαχνο χαλκό του κόψαν μύτη

κι αφτιά, κι όλο θυμό του τσάκισαν τα χέρια και τα πόδια,

και τ᾿ αχαμνά του ξεριζώνοντας στους σκύλους τα πέταξαν,

για να τα φαν ωμά· κι ως τέλεψαν, χέρια και πόδια έπλυναν

και στο παλάτι πίσω διάγειραν, τον Οδυσσέα να σμίξουν.


Οδύσσεια, Χ - στίχοι 440 - 479

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Σκέψεις
για τον Οδυσσέα
στον τόρνο της Φραγκφούρτης





Ο ουδείς Οδυσσέας ξεγέλασε τον Κύκλωπα. Δεν θα ήταν Ουδείς χωρίς τον Κύκλωπα, δεν θα ήταν Οδυσσέας χωρίς τον Όμηρο. Ο άνθρωπος δεν είναι φύση ούτε έχει φύση. Η παράνοια είναι ανθρώπινη εφεύρεση και ορθώνεται σαν έννοια του διαφωτισμού. 

Δεν νοείται θυσία χωρίς αυτοθυσία, ούτε το ανάποδο. Η εσωστρέφεια της θυσίας σαν ιστορία του πολιτισμού είναι μισή. Η γενικευμένη θυματοποίηση των πλανώμενων, περιπλανώμενων και μη, είναι τσιράκι της αντιθετικής σύζευξής τους στην κοινωνική παλαίστρα. 

Δεν γίνεται κάποιος να σκέφτεται με βάση τις επιθυμίες του. Ή δεν γίνεται να σκεφτεί με άλλη βάση. Δεν υπάρχει πλήρης, γενική και αδιαίρετη ευτυχία, παρά μόνο σαν ανόητη λαχτάρα. Η αναζήτηση της πληρότητας δεν είναι παρά η αγωνία για την κατίσχυση της κενότητας.

Ο επαναληπτικός καταναγκασμός των μυθικών φιγούρων κρέμεται σαν νόμος πάνω απ' τις σκέψεις του Οδυσσέα και των ανώνυμων συντρόφων του. Η ομηρική εισαγωγή στον διαφωτισμό απέχει πολύ από την ιστορία ενός σύγχρονου Οδυσσέα που θ' αντικαθιστούσε τους κωπηλάτες μ' ένα δαμασμένο θαλάσσιο τέρας. 

Ο πανούργος Οδυσσέας είναι πρότυπο για επιλογή στάσης ζωής. Δεν εξαφανίζει τον εαυτό του και δεν απαρνιέται την ταυτότητά του, παρά μόνο στη σχέση του με τον Πολύφημο. Η απάρνηση νοείται μόνον σαν διδακτικός μύθος. 






Οι περιπέτειες του Οδυσσέα, σαν ποιητική περιγραφή των ρίσκων τα οποία σηματοδοτούν το δρόμο προς την επιτυχία, βασίζονται στο χάπι εντ. Κάθε επιμέρους περιπέτεια επιβεβαιώνει τον νικητή. Η οικονομία είναι χωνευτήρι χαμένων.  

Η εδρεύουσα στην οικονομία αστική κοινωνία δεν στηρίζεται στην απάτη, όπως και η ιδιοκτησία δεν είναι κλοπή. Η κλοπή προϋποθέτει την ιδιοκτησία, δεν την αμφισβητεί σαν τέτοια, μόνο την εποφθαλμιά. Η απάτη επιβεβαιώνει, σε αντιδιαστολή, τη σκληρή, πλην τιμία, αγωνία της κεφαλαιακής κερδοφορίας. 


Η ιδέα της αλλοτρίωσης των ανθρώπων σε πράγματα ή σε εργαλεία αγνοεί την ανεμπόδιστη αλλαγή των ανθρώπινων σχέσεων. Η λωτοφαγία δεν προσφέρει απλή ψευδαίσθηση ευτυχίας και μόνο. Μπορεί και να συντελεί στη συνειδητοποίηση της ακλόνητης ματαιότητας κάθε στιγμής, όπως και αυτής που αναρριχάται στην ανάγνωση των σκέψεων για τον Οδυσσέα στον τόρνο της Φραγκφούρτης.


Η ροή που συνοδεύει ως παρωδία το ρεύμα της συνείδησης, μαίνεται, έτσι είναι. Όμως ο λόγος που εξαπατά τη φύση, αποδεικνύεται πάντα, σε κάθε τέλος, ο κερατάς του βίαιου συνοικεσίου σκέψης και πραγματικότητας. Πεφωτισμένος, ημίφωτος ή βαθιά νυχτωμένος, ο λόγος είναι φυσική ανάγκη κι εκδήλωση. Η μανική τρέλα κι ο πόνος, και κάθε τρέλα που αγκαζάρει τον πόνο, μπορεί να συνταγογραφείται από τη διαφωτιστική ιατρική, μπορεί και να φλέγεται απ' το περήφανο σαλτάρισμα. 





Ο πολιτισμός δεν εξόρισε την ηδονή για να κυριαρχήσει σε βάρος της. Η απόλαυση δεν γνώρισε μόνο καταστολή στους δυστυχείς αιώνες, αλλά και δόξες. Μικρές, άπειρες δόξες της στιγμής, πάντα θ' αντιπαλεύουν την εκπολιτιστική κυριαρχία, πάντοτε θα οργιάζουν σε στρώματα υπερμοντέρνα και στάβλους ερεθιστικούς για αισθητήρες ρινικούς.

Η μοναξιά υπάρχει εκτός από τον ιμπεριαλισμό του αρσενικού κυρίου της Ιθάκης. Η αρχετυπική εταίρα Κίρκη το ένιωσε στον άδειο της τον κόλπο. Μα η μοναξιά, όπως και κάθε αυτοκρατορία, γερνά και καταρρέει την άνοιξη. 


Ο πανούργος χομπίστας, η μάγισσα πουτάνα κι η συνετή  σύζυγος συνθέτουν ένα θέαμα ζωής σε απόσταση. Εκκρίσεις και απεκκρίσεις, πείνες και δίψες και κορεσμοί διατηρούν την απαθή σημαντικότητά τους, δηλαδή νικούν κατά βάθος.


Ο μύθος της περιπλάνησης αλλοτριώνεται στο διαδικτυακό στερέωμα των απλανών πλανώμενων. Η Πηνελόπη λείπει για δουλειές. Ο χρόνος κάμπτεται σαν γλιστερό μαστίγιο.


Τα άρρωστα τραγούδια που κληροδότησε ο Οδυσσέας μετά από τη μη συνάντησή του με τις Σειρήνες, εμπνέουν επουλωτικά. Η περιπλάνηση του Οδυσσέα είχε προορισμό. Η περιπλάνηση των απόκληρων στ' άρρωστα τραγούδια δεν έχει νόημα να έχει. 




Σωτηρία και Αρετή - AntonisMath





Αφορμή
αυτών των σκέψεων είναι
το παράρτημα με τίτλο 
Οδυσσέας ή Μύθος και Διαφωτισμός
από τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού
των Αντόρνο και Χορκχάιμερ.
Τα πλάγια γράμματα, 
από τη μετάφραση του Λ. Αναγνώστου


Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

ο χορκχάιμερ κι ο αντόρνο
βάλαν το δυσσέα στον τόρνο




Η περί παρωδίας παρωδία (παραποίηση) της καβαφικής Ιθάκης, όχι με τον τρόπο του Καβάφη πάντως, που προηγήθηκε, κοσμήθηκε από φωτογραφία του πίνακα του William Etty Οι σειρήνες κι ο Οδυσσέας, με τη συνοδεία μελωδίας της Δαιμονίας Νύμφης. Σειρήνες θελκτικές, χυμώδεις, με νεκρά κορμιά γύρω τους, που ο καλλιτέχνης σχεδίασε μετά από βόλτες σε νεκροτομεία, σειρήνες νικημένες από τον πανούργο Οδυσσέα, σύμβολο του επερχόμενου διαφωτισμού, σύμφωνα με τους Αντόρνο και Χορκχάιμερ (ΑκΧ). Τι γυρεύουν όμως οι Σειρήνες σ' ένα μικρό νησί στη μέση του πουθενά, τι σόι πειρασμός είναι για τα πληρώματα και τους καπεταναίους που δαμάζουν τα κύματα, σύμφωνα με τους δύο της Φραγκφούρτης; 


Ο δελεασμός τους είναι ο πειρασμός να χαθεί κανείς στο παρελθόν. Ξαναζωντανεύοντας άμεσα το πρόσφατο παρελθόν απειλούν, με την ακαταμάχητη υπόσχεση της απόλαυσης που ακούγεται μέσα από το τραγούδι τους, την πατριαρχική τάξη πραγμάτων, η οποία αποδίδει στον καθένα τη ζωή του μόνον έναντι ολόκληρου του χρόνου του. Όποιος ακολουθεί τα απατηλά τεχνάσματα τους τρέχει προς το χαμό του, αφού μόνο με συνεχή ετοιμότητα αποσπάται η ύπαρξη από τη φύση. Για το γεγονός ότι οι Σειρήνες γνωρίζουν ό,τι έχει συμβεί ζητούν ως τίμημα το μέλλον, και η επαγγελία του ευτυχισμένου νόστου είναι το δόλωμα με το οποίο το παρελθόν αιχμαλωτίζει το νοσταλγό. Κανένας από όσους άκουσαν το τραγούδι τους δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Η ανθρωπότητα έπρεπε να προξενήσει στον εαυτό της πολλά δεινά ώσπου να δημιουργηθεί ο εαυτός, ο ταυτόσημος ανδρικός χαρακτήρας των ανθρώπων, που προσανατολίζεται προς ταγμένους σκοπούς, και κάτι από αυτά επαναλαμβάνεται ακόμη σε κάθε παιδική ηλικία. Όποιος θέλει να επιζήσει δεν επιτρέπεται να υπακούει στα δελεαστικά καλέσματα του ανεπίστρεπτου, και αυτό το καταφέρνει μόνον αν καταφέρει να μην τα ακούσει. Η κοινωνία φρόντιζε πάντοτε γι' αυτό.





Το πιο πάνω κι όσα ακολουθούν αποσπάσματα από τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού στη μετάφραση του Λευτέρη Αναγνώστου, είναι συρραφές κομματιών απ' το κεφάλαιο Η έννοια του διαφωτισμού. Οι ΑκΧ ισχυρίζονται ότι η ιστορία για τις Σειρήνες εμπεριέχει το συνδυασμό μύθου και ορθολογικής εργασίας και ότι η Οδύσσεια στο σύνολο της αποτελεί μαρτυρία της διαλεκτικής του διαφωτισμού. Η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος μύθος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την υποστήριξη άσχετων μεταξύ τους θεωριών. Στο μύθο των Σειρήνων θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει τις απαρχές της σεξουαλικής καταπίεσης μέσω μιας θρήσκας εγκράτειας. Ή, κάποια άλλη, θα κανονιοβολούσε με φεμινιστικές βόμβες την ιδέα των θηλυκών πειρασμών για τους τίμιους εργαζόμενους στη δούλεψη του Οδυσσέα, όπως θα έκαναν για μια τυχαία διαφήμιση από αυτές, τις πολλές, που εμφανίζουν τις γυναίκες σαν σκεύη με σεξαπίλ. Οι ΑκΧ βλέπουν τους συντρόφους του Οδυσσέα ριγμένους στην παραγωγή, ν' αποχαιρετούν τον παλιό κόσμο, μαζί με τις Σειρήνες, συμβάλλοντας σ' έναν από τους διαχωρισμούς που αρέσει στους Φραγκφούρτιους να εντοπίζουν στον κόσμο μας. 


Φρέσκοι και συγκεντρωμένοι οι εργαζόμενοι πρέπει να κοιτάζουν μπροστά και να αφήνουν κατά μέρος ό,τι βρίσκεται δίπλα τους. Τις ορμές, που τείνουν να τους αποσπάσουν την προσοχή, πρέπει να τις μετουσιώνουν πεισματικά σε πρόσθετη προσπάθεια. Έτσι γίνονται πρακτικοί. Την άλλη  δυνατότητα την επιλέγει ο ίδιος ο Οδυσσέας, ο γαιοκτήμονας-άρχοντας που βάζει τους άλλους να δουλεύουν γι' αυτόν. Ακούει, αλλά είναι ανίσχυρος, διότι έχει δεθεί στο κατάρτι, και όσο μεγαλώνει ο πειρασμός τόσο πιο γερά βάζει να τον δέσουν, όπως αργότερα οι αστοί στερούσαν την ευτυχία και από τον εαυτό τους, και μάλιστα τόσο πιο πεισματικά, όσο πιο προσιτή γινόταν γι' αυτούς με την αύξηση της εξουσίας τους. Έτσι η απόλαυση της τέχνης και η χειρωνακτική εργασία διαχωρίζονται, καθώς αποχαιρετίζεται ο προϊστορικός κόσμος.






Οι ΑκΧ κάνουν συχνά λόγο για επαναστροφή μέσω του διαφωτισμού, μιαν οπισθοδρόμηση δηλαδή του ανθρώπου, παρασυρμένοι ίσως από τη λογική της προόδου που χαρακτηρίζει τον υπό κριτική διαφωτισμό. Ανεξάρτητα από τέτοιου είδους εμμονές, η διαπίστωσή τους ότι όχι μόνον οι διευθυνόμενοι, οι κυριαρχούμενοι, αλλά και ο διευθύνων κύριος δεν μπορούν ν' απολαύσουν, είναι σημαντική· και αφήνει πίσω της την παρωχημένη για την καπιταλιστική καρκινότητα αντίληψη της αδικίας, της λήστευσης του κοινωνικού πλούτου. Τα αγαθά που παράγει ο διαφωτισμένος πολιτισμός είναι δεινά και για τους κατόχους των μέσων παραγωγής και για τους παραγωγούς των αξιών και της υπεραξίας. Αν και επιμένουν σε μια δυστυχία του διαχωρισμού, μας βοηθούν να εντοπίσουμε την αυθόρμητη επιθυμία της κυριαρχίας, που στανιάρει κάπως με τη μίμηση των κυρίων μας ενδυματολογικά, οχηματικά, εν ολίγοις διά του λάιφ στάιλ. Για να σκεφτούμε στη συνέχεια μήπως τελικά γίνεται ν' αναποδογυρίσουμε αυτή τη σκέψη, να προβληματισμούμε για το αν  γουστάρουμε να ζούμε όπως ζούμε, μήπως η μηχανές μας γρασάρονται από κάβλα διά τον βίον. Αλλά εδώ πάλι λοξοδρομώ. Γι' αυτό σταματώ, άσε που. όπως βλέπω, επηρεασμένος από την Ιθάκη και την Ιθάζ έγραψα η αντί οι μηχανές, κι επιστρέφω στις Σειρήνες των ΑκΧ


Μέτρα όπως αυτά που εφαρμόζονται πάνω στο πλοίο του Οδυσσέα ενόψει των Σειρήνων προεικάζουν αλληγορικά τη διαλεκτική του διαφωτισμού. Καθώς η αντιπροσωπευσιμότητα είναι το μέτρο της κυριαρχίας και ο ισχυρός είναι εκείνος που μπορεί να αναθέτει την εκτέλεση των περισσότερων εργασιών σε άλλους, η ίδια είναι όχημα της προόδου και ταυτόχρονα της επαναστροφής. Υπό τις δεδομένες συνθήκες η εξαίρεση από την εργασία σημαίνει επίσης ακρωτηριασμό, και αυτό όχι μόνο για τους άνεργους, αλλά ακόμη και για τον κοινωνικά αντίθετο πόλο. Οι ανώτεροι βιώνουν την ύπαρξη, με την οποία δεν χρειάζεται πια να βρίσκονται σε άμεση επαφή, μόνον ως υπόστρωμα και παγώνουν εντελώς σε έναν εαυτό που διατάζει. Ο πρωτόγονος βίωνε το φυσικό πράγμα απλώς ως διαφεύγον αντικείμενο της επιθυμίας, «ο κύριος όμως, ο οποίος παρενέβαλε τον δούλο ανάμεσα σε αυτό και τον εαυτό του, συνδέεται έτσι μόνο με τη μη αυτοτέλεια του πράγματος και το απολαμβάνει καθαρό· την πλευρά της αυτοτέλειας όμως την αναθέτει στο δούλο, ο οποίος το επεξεργάζεται». Ο Οδυσσέας υποκαθίσταται στην εργασία. Όπως δεν μπορεί να υποκύψει στον πειρασμό της αυτοεγκατάλειψης, έτσι ως ιδιοκτήτης στερείται πια και τη συμμετοχή στην εργασία, τελικά παραιτείται ακόμη και από τη διεύθυνση της, ενώ οι σύντροφοι δεν μπορούν βέβαια να απολαύσουν την εργασία παρά τη στενή επαφή τους με τα πράγματα, διότι την εκτελούν υπό καταναγκασμό, απεγνωσμένα και με βίαια σφαλισμένες τις αισθήσεις. Ο δούλος παραμένει σωματικά και ψυχικά υπό το ζυγό, ο κύριος επαναστρέφεται. Καμιά κυριαρχία δεν κατάφερε ως τώρα να αποφύγει αυτό το τίμημα, και η κυκλοειδής πρόοδος της ιστορίας εξηγείται και από αυτή την εξασθένηση, το ισοδύναμο τίμημα της εξουσίας. Η ανθρωπότητα, οι δεξιότητες και οι γνώσεις της οποίας διαφοροποιούνται με τον καταμερισμό της εργασίας, αναγκάζεται ταυτόχρονα να επαναστρέφεται σε ανθρωπολογικά πιο πρωτόγονες βαθμίδες, διότι η διατήρηση της κυριαρχίας προϋποθέτει την καθήλωση των ενστίκτων μέσω εντονότερης καταπίεσης, ενώ η τεχνική κάνει τη ζωή ευκολότερη.





Το κομμάτι σε εισαγωγικά πιο πάνω είναι από τη Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ. Η τελευταία περί τεχνικής φράση των ΑκΧ, θα ήταν μια καλή ευκαιρία για να εξωκείλουμε προς το Τεχνικό Σύστημα, αλλά όχι, ας κρατήσουμε μόνο τη συγγένειά του με τον διαφωτισμό που ξεσκονίζουν και καταδικάζουν οι ΑκΧ. Ο δούλος, διαβάσαμε, είναι και σωματικά υπό ζυγό. Το σώμα, θα διαβάσουμε, προσαρμόζεται στο σύστημα. Οι ποιότητες μεταφράζονται σε λειτουργίες, ο Οδυσσέας και οι τζένεραλ μάνατζερς προσβάλλονται από τον ιό τής περιχαρακωμένης νόησης, οι πειθήνιοι, αλίμονο, προλετάριοι, αλίμονο κωφεύουν. Ή μήπως η απαγόρευση της ακοής του τραγουδιού των Σειρήνων χρειάζεται μόνο για την εμπέδωση των απαγορεύσεων, για την ηδονή της υποταγής στην επιβολή τους;

Η τυποποίηση της διανοητικής λειτουργίας ως ενιαίας, δυνάμει της οποίας συντελείται η κυριαρχία πάνω στις αισθήσεις, η αυτοπεριστολή της σκέψης σε όργανο επίτευξης ομοφωνίας και μόνο, σημαίνει φτώχεμα τόσο της σκέψης όσο και της εμπειρίας· ο διαχωρισμός των δυο σφαιρών αφήνει πίσω του ακρωτηριασμένες και τις δύο. Με τον περιορισμό της σκέψης στην οργάνωση και τη διοίκηση, στον οποίο ασκούνται οι ανώτεροι, από τον πανούργο Οδυσσέα ως τους αφελείς γενικούς διευθυντές σήμερα, συμβαδίζει η στενότητα αντίληψης που προσβάλλει τους μεγάλους, όταν δεν πρόκειται μόνο για τη χειραγώγηση των μικρών. Το πνεύμα μετατρέπεται πράγματι σε μηχανισμό κυριαρχίας και αυτοκυριαρχίας, όπως ακριβώς το έβλεπε η αστική φιλοσοφία ανέκαθεν παραγνωρίζοντας το. Τα ώτα μη ακουόντων, που απέμειναν στους πειθήνιους προλετάριους από την εποχή τής μυθολογίας, δεν υπερτερούν σε τίποτε έναντι της ακινησίας του εξουσιαστή. Από την ανωριμότητα των κυριαρχούμενων ζει η υπερωριμότητα της κοινωνίας. Όσο πιο πολύπλοκος και εκλεπτυσμένος είναι ο κοινωνικός, ο οικονομικός και ο επιστημονικός μηχανισμός, στις λειτουργικές ανάγκες του οποίου το σύστημα παραγωγής έχει προσαρμόσει προ πολλού το σώμα, τόσο πιο φτωχά έγιναν τα βιώματα για τα οποία είναι ικανό. Η εξάλειψη των ποιοτήτων, η μετάφραση τους σε λειτουργίες, μεταφέρεται, δυνάμει των εξορθολογισμένων μεθόδων εργασίας, από την επιστήμη στον κόσμο της εμπειρίας των λαών και τείνει να τον επανεξομοιώσει με τον κόσμο της εμπειρίας των αμφιβίων. Η επαναστροφή των μαζών σήμερα είναι η ανικανότητα να ακούσουν με τα δικά τους αυτιά αυτό που δεν έχουν ακούσει, να πιάσουν τα δικά τους χέρια αυτό που δεν έχουν αγγίξει, η νέα μορφή της τύφλωσης, η οποία διαδέχεται κάθε νικημένη μυθική.  

Η ιδέα των ΑκΧ ότι ο δελεασμός των Σειρήνων είναι ο πειρασμός να χαθεί κάποιος στο παρελθόν, το απαγορευμένο μήλο του διαφωτισμού που ταυτόχρονα ωθεί στην επαναστροφή, είναι μια ιδέα. Αλλού, ο κίνδυνος θα είναι να ξεχάσει κανείς το παρελθόν του, έτσι και μασουλήσει έναν γευστικό λωτό. Όχι το ιστορικό παρελθόν, αλλά το ατομικό. Ο κίνδυνος να χάσει τη μνήμη που τον δένει με το παρόν, που χορηγεί ταυτότητα, θέση, που προκρίνει δραστηριότητα, που οπλίζει τα χέρια μ' εργαλεία, που καλλιεργεί δεξιότητες στη χρήση μηχανών, στο χειρισμό πληκτρολογίων, στην ανακάλυψη κάθε δυνατότητας κάθε αναγκαίας συσκευής. Εργαλεία και μηχανές τυφλώνουν, ακρωτηριάζουν, ορθολογικοποιούν, ταξινομούν, ερμηνεύουν, ταυτίζουν, μαθηματικοποιούν. Ακόμα κι η τροφή, ό,τι πιο φυσικό, γίνεται προϊόν της μηχανής που ταΐζει στόματα κι ακρωτηριάζει ζωές. Η μηχανοποιημένη ζωή και οι ηλεκτρονικές δικτυώσεις του ελέγχου που τη διαδέχθηκαν, δεν (μπορεί να) είναι ουδέτερες.


Το εργαλείο αποκτά αυτοτέλεια: το πνεύμα ως διαμεσολαβούσα αρχή μετριάζει, ανεξάρτητα από τη θέληση των ιθυνόντων, την αμεσότητα της οικονομικής αδικίας. Τα εργαλεία της κυριαρχίας, που προορίζονται να καταλάβουν όλους τους ανθρώπους, η γλώσσα, τα όπλα και τελικά οι μηχανές, πρέπει να μπορούν να καταλαμβάνονται από όλους. Έτσι επιβάλλεται μέσα στην κυριαρχία το στοιχείο της ορθολογικότητας ως κάτι που μπορεί και να διαφέρει από αυτή. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας του μέσου, ο οποίος το κάνει οικουμενικά διαθέσιμο, η «αντικειμενικότητα» του για όλους, περικλείει ήδη την κριτική της κυριαρχίας, ως μέσον της οποίας αναπτύχθηκε η σκέψη. Στην πορεία της από τη μυθολογία στη μαθηματική Λογική η σκέψη έχασε το στοιχείο του αυτοστοχασμού και οι κοινωνικές μηχανές ακρωτηριάζουν τους ανθρώπους σήμερα, ακόμη και αν τους τρέφουν. 




Για τις Σειρήνες, μόνον άκουσες·
μα δεν τις άκουσες.
Ας μη μιλάς για εκείνες και
να μην περιγράφεις πόσο 
τάχα τρεμούλιασαν οι Οδυσσείς.
Δεν τις συνάντησες ποτέ σου τις Σειρήνες·
δίχως φωνούλες, τα κορμιά τους ξελαγνεία. 

Δεν σε χαϊδέψανε ποτές οι μουσικές τους. 
Άδειος ρυθμός, ρύθμιζε πόνο στα κουπιά. 
Άπλωνε νύχτα η σιωπή που σου διατάξαν
οι Οδυσσείς, πανούργοι - ελεύθεροι ν' ακούν,
πλην εγκρατείς όσο βαστούν τριχιές και δόξες,
όσο επιτρέπουνε της κόλασης οι σκύλοι.

Ντουέτο κώμικ, να: εσύ κι οι Οδυσσείς.
Ζευγάρι μόρμολο, της δύσης σπασμολύκι.