Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Αναγκαίο Κακό




Δεν ξέρω πού ζω. Ούτε το πότε ξέρω.
Ο  χωροχρόνος είναι μαζική παράκρουση.
Η ευθύνη, για όσους μάθαν,
ανήκει στον Λεβιάθαν.
Δεν ξέρω πού δουλεύω.
Πού κατοικώ δεν ξέρω.
Είμαι ντόπιος ή ξένος;
Θα γίνω στόχος των τρομαχτικών
κρεάτινων ρομπότ;
Θα πρέπει πάλι να ψηφίσω; 
Θα μου τηλεφωνήσουν στο επόμενο γκάλοπ;
Θα επιζήσω σε αστική δημοκρατία;
Θα με δαγκάσει το άφοβο φιδάκι;
Αυτό το γραφτό χέεται στο διαδίχτυ 
ή αφηνίασε η ταπεινή μου φαντασία;
Καταμετρητές μου χτυπούν την πόρτα.
Θα δουν την ένδειξη στο ρολόι.
Πρέπει ν' ανοίξω.
Ν' ανοίξω;
Αν το καταλάβουν ότι συρρικνώθηκα;
Αν μου ζητήσουν να τραγουδήσω 
με την άλλη φωνή;
Έχω ταυτότητα νέου τύπου;
Έχω παλαιού τύπου θρήσκευμα;
Ποιος μου χτυπά την πόρτα;
Ποιος αγενής;
Τέτοιαν ώρα κυκλοφορούν μετανάστες;
Βρωμάει κάτι;
Ποδήλατα. Βλέπω ποδήλατα. 
Φαρδιά πουκάμισα. Ίσως ήταν άσπρα κάποτε. 
Χωρίς κράνη. Χωρίς φώτα ποδήλατα.
Δεν ξεχωρίζω στη νύχτα.
Ξένοι θα 'ναι.
Γαμώ τον Δία τον ξένιο. 
Να τους σπάσουν τους πάγκους. 
Να τους σπάσουν στο ξύλο.
Φοβάμαι. Χτες μπήκαν στου γείτονα. 
Δεν ξέρω. Μάλλον ξένοι.
Ας πάνε στις χώρες τους. Να τους χωρέσουν.
Θα τους φωτογραφίζω. 
Θα φτιάξω φέισμπουκ. Θα δω τηλεόραση. 
Θα πάω στη δουλειά. Είμαι Έλληνας. 
Πίνω την προδοσία με το μπακάρντι.
Πίνω την προδοσία με αμίτα μόσιον. 
Δεν πίνω γνήσια ελληνική μπύρα. 
Θα πάω λιντλ. Έχει φθηνές γερμανικές.
Στο κάτω κάτω στο λιντλ δουλεύουν Έλληνες.
Απ' έξω ο Πακιστανός θέλει πάλι το καροτσάκι.
Να θυμηθώ να έχω να βάλω μισόευρο την άλλη φορά.
Μην κοιτάς το μισοκακόμοιρο ύφος.
Κατά βάθος με μισούν.
Μισούν την ανάγκη μου.
Θεούλη μου, πόσο καλύτερα ήμαστε παλιά.
Άκουγες μόνο ελληνικά στο δρόμο.
Το καλοκαίρι τα παράθυρα ανοιχτά.
Ο γείτονας κοιμόταν στην ταράτσα.
Τώρα του πάει να. 
Είπα στον Αρθούρο, τον Αλβανό, 
να έρθει να βάλει σιδεριές στα παράθυρα.
Είναι φτηνότερος απ' τον κυρ Θόδωρα.
Πήγαν να μπουν και στο δικό του σπίτι, είπε.
Μάλλον πρεζόνια.
Πρεζόνια εναντίον Αλβανών.
Πώς να καθαρίσεις 
με τα πρεζόνια και τα κλεφτρόνια
όταν κυκλοφορούν ακόμα 
μαύροι που πουλάνε μαϊμούδες;
Θα χρειαστώ κανέναν Ινδό, 
κανέναν Πακιστανό για τον κήπο. 
Να ξεχάσουν τα περσινά·  τυρόπιτες και τα ρέστα.
Τώρα έχουμε κρίση. Αν τους αρέσει. 
Αλλιώς να πάνε εκεί απ' όπου ήρθαν. Αμάν.
Και βρωμάνε. Κι ο Σωτήρης τούς γαβγίζει.
Μάλλον φοβούνται. Βρωμάει η αδρεναλίνη.
Θα τους ... Άντε να μην πω.
Σκάσε επιτέλους Σωτήρη. 
Άσε να κάνουν τη δουλειά οι μαλάκες.
Οι βρωμιάρηδες. Έεεεεεε!
Πού κάθεσαι; Δεν είναι για τον κώλο σου η καρέκλα.
Κάτσε κάτω. Βρωμοπακιστανέ.
Πού ζω; Σε ποια χώρα; 
Ποιος θα βάλει τάξη στο χάος;
Δεν υπάρχει κράτος.
Με τρομάζουν τα ρομπότ από κρέας.
Ανθρωποειδείς βάνδαλοι.
Φορούν ομοιόμορφες μαύρες μπλούζες.
Φουσκωμένα τίποτα. 
Τίποτα το σπουδαίο. 
Αλλά τώρα νιώθουμε πιο ασφαλείς.
Δεν υπάρχει κράτος. Δίνουν λύσεις. 
Αυτοί δίνουν λύσεις. Δεν ξέρω. Δε με νοιάζει.
Αν είσαι καθαρός μην τους φοβάσαι, είπε η συνάδελφος.
Σωστό. Ρομπένηδες αστών.
Να φοβούνται οι παράνομοι.
Ακούω πάλι τη φωνή. Εσύ, εσύ, εσύ.
Θα είμαι το επόμενο θύμα.
Κάποιος θα είναι το επόμενο κτήμα.
Πρέπει να πάρω φάρμακα. Γράψτε μου τα φάρμακα.
Να πάνε στα νοσοκομεία, στα σχολεία, στα φανάρια, 
στις λαϊκές, στις ιχθυόσκαλες, στα κοτοπουλάδικα.
Να τους τσακίσουν.
Φοβάμαι. Φοβάμαι. Φοβάμαι.
Δεν ξέρω πού ζω. Δεν ξέρω ποιοι είναι όλοι αυτοί.
Για κάθε κακό υπάρχει το αναγκαίο κακό.
Έτσι το λένε στην αρχή. Θα φοβάμαι αύριο;
Θα μου χτυπήσουν πάλι την πόρτα;
Ψήφισα ποτέ την Κανέλη 
και τους  άλλους κομμουνιστές;
Ψήφισα ποτέ κάτι ενοχλητικό;
Αγόρασα τίποτα από τους βρωμιάρηδες;
Να τους τσακίσουν.
Θέλω την ηρεμία μου.
Με πολιορκούν μεταμοντέρνες ύαινες.
Αλλά εγώ θέλω την ηρεμία μου.
Όχι άλλη θεωρία. Όχι άλλα θεωρεία.
Με κούρασε η αστάθεια. Με τρομάζει η αμφιβολία.
Τα βράδια ακούω θορύβους. Ακούω σουρσίματα.
Τα βράδια πετάγομαι στον ύπνο.
Θαρρώ θα δω μπροστά μου τον εκτελεστή.
Τον βρωμοποδηλατιστή. 
Τον ληστή. Τον αιμάσσονα. 
Και δεν με λεν Ζακχαίο, να ξέρεις.
Με λένε Έλληνα, ρε.
Έχω γαλάζια θάλασσα κι ουρανό.
Έχω οικογένεια. Έχω τιμή.
Έχω πατρίδα κι ιστορία.
Δεν θα  έρθεις εσύ από το πουθενά 
να μου το παίξεις λιμοκτονία και έλεος.
Θέλω να είναι όλα καθαρά σαν το μετρό.
Χωρίς σκουπιδάκια, χωρίς σκούρα ανθρωπάκια.
Χωρίς γύφτους. Μην κλαις, γύφτο. 
Δεν σε πιστεύω. Και μένα πέθανε ο αδερφός μου.
Θα γίνουν έφοδοι.
Δεν ομιλώ περί ενοχής, ούτε περί ευθύνης.
Των σαδιστών συντάγματα, των διαταραγμένων,
θα 'ρθουν έξω απ' την πόρτα μου, καθώς εγώ ασθμαίνων
θα 'χω σφαλίσει για καλά, το φόβο να καλμάρω·
που μου 'ρχεται το δέρμα μου, μπας και σωθώ, να γδάρω.
Άντε μην αρχίσω να γράφω ποιήματα.
Άντε να μη μεταμορφωθώ σε ουραγκοτάγκο,
σε αητόφιδο, μη γίνω ελέφαντας, χιλιοστόμετρο,
ανόητη πτήση, μην αποσυρθώ, μην τρέξω ανάποδα.
Άντε μην ξυπνήσω κι αφήσω πίσω
ντόπιους και ξένους κι αναχωρήσω
για το βουνό της δροσερής μου θλίψης.
Άντε.






4 σχόλια: