Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Χάσκω. Κι αντιχάσκω.


Όλα καλά καμωμένα. Ίδια δυσφορία κι ανοχή. Η κρίση είναι οικονομική. Γι' αυτό δεν είναι κρίση. Αν δεν έχεις να φας τι θα φας; Αν δεν έχεις να πάρεις φάρμακα τι θα πάρεις; Αν δε στείλεις το παιδί να σπουδάσει ποιος θα σπουδάσει; Αν δεν έχεις να ψωνίσεις τι θα γίνει ο έμπορας, κλέφτης; Αν δεν πάρεις εφημερίδα, νερό, λεωφορείο, ντομάτες, γαύρο, τσιγάρα, παγωτό, κορδόνια, στραγάλια, απορρυ-παντικό, στοματικό διάλυμα, σαμπουάν, τυρί για τοστ, ντάκο, βιβλίο, κάλτσες; Πώς θα γεμίσει ο ντενεκές της ανακύκλωσης; Πώς θα φιαχτεί κομπόστ; 




Η κρίση της οικονομίας είναι μόνο. Του κεφαλαίου δηλαδή. Όλα τ' άλλα κατά την κρίση μας. Μ' αρέσει που δρόσισε όπως τραβάς το σεντόνι και προλαβαίνω να δω σαν έφηβος  και χουζουρεύεις. Στο είπα. Δε με νοιάζει η κρίση αν μ' αγαπάς. Θυμάσαι που είχες πει ότι θα δουλεύεις εσύ κι εγώ θα γράφω ποιήματα; Είκοσι χρόνια δουλεύουμε κι οι δυο. Με τη δουλειά μας καταφέραμε ό,τι καταφέραμε. Δεν φοβηθήκαμε, μωρέ, τη δουλειά. Κατά βάθος τη σιχαθήκαμε τη δουλεία. Πήγα να γράψω δου- και, δυο φορές, έγραψα φου-

Αφού στο είπα. Αν με κοιτάζεις έτσι δε με νοιάζει. Αν μου χαμογελάς όταν ξυπνάς. Κι ας μην έχω δεκάρα καμιά. Εύκολα να γράφω ποιήματα. Με τις εμμονές. Να χάσκω. Και ν' αντιχάσκω. 






Εύκολο, λες, το ποίημα. 
Λίγες αράδες, λίγη στίξη κι έφυγες. 
Χωρίς παράδες, χωρίς σμίξη. 

Όμως ξεχνάς τα βιαστικά. 
Να βρεις το λόγο δίχως λόγια 
και να τηρήσεις τον κανόνα
που δεν ήξερες:
τον άβατο κανόνα των καπνών. 

Εύκολο τόπες, αλλά πού. 
Έξω θα τριγυρνούν κι απόψε λεξονόμοι. 
Θα πανδουρούν οι ερυθροί χειμέρ. 
Θα πανουρούν οι τοπικοί θερίστες. 
Μην αμφιβάλλεις. 

Κι αυτή τη νύχτα θα ξυπνάς 
όσο ιδρώς κυλά μέσα στ’ αυτί·
κι αν ήθελες 
να ταυτιστείς με τον Νυχθήρωα,
στην προσταγή «ταυτίσου», 
θ’ ακούς «τ’ αυτί σου».

Μην αμφιβάλλεις για τα μένα
που διαβάλλεις. 
Μην αμφιβάλλεις σκύλε, αμφίβιε σκύλε. 
Όλο το δράμα σου είναι μια γουλιά
που σαν βλωμός σου στέκεται, από κουτσουλιά. 



Δεν θέλω τίποτα ποτέ να πω με γρίφους. 
Ούτε να κάνω μιμικές ασκήσεις ύφους. 
Δεν θέλω τίποτα, ποιήματα δεν γράφω. 
Ούτε θα βάλω στο αμήν μια λέξη τάφο. 
Είμαι ατζαμής του στιχοακονισμένου ξίφους. 




?

8 σχόλια:

  1. Εξαιρετικό. Το ποίημα απίστευτο! (Οι λέξεις μου ηλίθιες, αλλά σου γράφω με τη σιγουριά πως διαβάζεις πέρα από αυτές). Αλλά και η πρόζα σου...

    «Αφού στο είπα. Αν με κοιτάζεις έτσι δε με νοιάζει. Αν μου χαμογελάς όταν ξυπνάς. Κι ας μην έχω δεκάρα καμιά.»

    Εγώ είχα πει «μπορώ και σε χαρτόκουτο να ζω μαζί σου» - αν και «μεταξύ μας», προτιμώ το σπήλαιο, μακριά από πεζο-δρόμια.

    Αλλά η κρίση, αυτή η ηλίθια, η οικονομική, η μη-κρίση, με κτύπησε εκεί ακριβώς: στην τρυφερή ζέση των ενωμένων χεριών, και τη μεταμόρφωσε σε παγκόσμιο ψύχος. Αλλά δεν πτοούμαι και ως νεκρός. Δείχτη κι αντίχειρα τρίβω, με τη μοναχική χούφτα μου, όπως οι πρωτόγονοι τα κλαδάκια της φωτιάς. Κι η φλόγα θα ξεπεταχτεί ξανά.

    Να ‘σαι καλά φίλε μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. άσκηση δεξιοτεχνίας! Με ξετρέλανε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή