Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

ανθρωπιά: χοιρινά λουκάνικα
για την έλευση του θεανθρώπου

  



Πώς σφάζεται το κάθε πράμα. 

     Το αρνί το πιάνει, το ρίχνει κάτω, το πατάει και το σφάζει. Του κόβει το λαιμό με ένα μαχαίρι. Σπαρταράει κάπου περίπου δέκα λεπτά. Μόλις του κόβει το λαιμό το κρατάει με το πόδι δυο τρία λεπτά για να ξεθυμάνει και μετά σπαρταρούσε στη γης μοναχό του. Μετά το φουσκώνει για να το γδάρει. Αυτό γίνεται από το φουσκωτή ο οποίος του ανοίγει τα όπισθεν για να το πάρω εγώ, να είναι ανοιχτό να το γροθιάσω. Με το χέρι γροθιά έτσι, το γροθιάζω και του βγάζω το τομάρι όλο. Και εδώ στο στήθος ρίχνουμε πέντε, έξι, οχτώ μαχαιριές γιατί δεν βγαίνει αλλιώς. Βγαίνει το τομάρι του ακέραιο, το βάζαμε στο τσιγγέλι, έμενε έτσι, μετά το βάζαμε πάρα κάτω να το πάρει ο άλλος μάστορας, αν υπήρχε, να το ξεκοιλιάσει. Να του βγάλει τις βρώμες, τα άντερα, τη χολή, τα κάτουρα από τη φούσκα και τελείωσε. Τα κατσίκια, τα ίδια κι απαράλλαχτα. 

     Τα βόδια τα παίρναμε απ' τη μάντρα και τα πηγαίναμε στο σφαγείο, τα δέναμε σ' έναν χαλκά εκεί, μέχρι να 'ρθει η ώρα να τα σφάξουμε. Μόλις έρθει η ώρα, το 'παιρνα το βόδι, το 'δενα  εκεί στο χαλκά που είναι για το σφαγείο να το σφάξουμε. Το χτύπαγα από πάνω απ' τα κέρατα με το μαχαίρι, έπεφτε κάτω. Στο σβέρκο. Το δίνουν μια μαχαιριά κάτω απ' το κεφάλι, εκεί που η σπονδυλική στήλη συνδέεται με το μυαλό. Πέφτει το πράμα κάτω σκοτωμένο. Έπεσε κάτω, είναι σκοτωμένο. Μερικά σπαρταράνε. Ύστερα το γυρίζεις ανάσκελα και του κόβεις το λαιμό. Και αφού το λοιπόν ξεκόψεις, έχεις μακαράδες, σκοινιά, που χτυπάνε τα ποδάρια του τα πισινά και περνάνε μια τσιγγέλα μεγάλη και το κρεμάνε απάνω ψηλά να το ανοίξουνε την κοιλιά, να βγάλουνε τον πατσά και τις βρώμες. Και το καθαρίζουνε. Μετά βγάζουνε το τομάρι. Αυτό θέλει γδάρσιμο με το μαχαίρι, όχι φούσκωμα, και μετά το σχίζουμε με την τσατίρα εις τέσσερα - δύο μπούτια, δύο πλάτες - κι είναι έτοιμο για το χασάπικο, να το κόψει ο τεζακιάρης στο τεζάκι, να το πουλήσει λιανικώς. Τεζάκι είναι το μέρος που κρεμάνε τις φέτες επάνω στα τσιγγέλια και έχει και το κούτσουρο. 

     Τα στραγγίσματα πέφτανε στο πάτωμα που είχε μια τρύπα και από κει φεύγανε τα αίματα στη θάλασσα. Εγώ τότες κυνήγαγα τα παντελόνια τα ναυτικά που ήταν καμωμένα από κάτι σα μουσαμάς, έτσι σκληρά. Και μια μπλούζα πάλι τα ίδια. Και το 'βαζα και δεν επέφτανε τα αίματα στα ρούχα μου. Βέβαια ελερωνόντουσαν από μέσα αλλά όχι πολύ. Μετά τα 'βγαζα τα ρούχα πάλι και τα κρέμαγα εκεί στον καναρά. Καναρά ελέγονταν το μέρος που είχαμε και κρύβαμε τα εργαλεία, τα τσιγγέλια, τα τέτοια. Κάθε μαγαζί είχε τον καναρά του και τα κλείναμε μέσα. 

     Τώρα τα χοιρινά. Τα παίρναμε απ' τις μάντρες κατά τις δύο τρεις η ώρα τη νύχτα και τα πηγαίναμε σιγά σιγά που ήταν ησυχία απ' τον κόσμο και τα βάζαμε μέσα στο σφαγείο. Άλλα εβάζαμε σε μια μάντρα κι άλλα εβάζαμε μεσ' στον καναρά. Μεσ' στον καναρά όμως είχαμε μέσα στο καζάνι που άναβε για να τα μαδήσουμε. Μόλις εγίνονταν το νερό το λοιπόν, τσακώναμε ένα ένα γουρούνι και το σφάζαμε. Το πιάναμε απ' τα πισινά ποδάρια. Το δίναμε μια κι έπεφτε χάμω. Και το καβαλάγαμε εκεί στο λαιμό, το πατάγαμε, και το 'βρισκε το μαχαίρι από το λαιμό στην καρδιά. Ήτανε ένα μεγάλο μαχαίρι. Και ετελείωνε. Όταν ετελείωνε, το επιάναμε το λοιπόν ένα ένα. Εσφάζαμε πέντε δέκα. Τ' αφήναμε κει πέρα να ψοφάνε, να εκπνέονται. Μέσα σ' αυτό το νταραβέρι, όταν φέρνανε γουρούνια κι ήταν από κοπάδια από βουνά, καμιά φορά πήγαινε και κανένα αγριογούρουνο μαζί τους μέσα. Έχει λάχει να 'χω σφάξει γουρούνι δηλαδή και να 'ναι έγκυος και να θέλει δυο μέρες για να γεννήσει. Και να πιάσω να βγάλω τα γουρουνάκια από σφαγμένο γουρούνι ζωντανά, και να περπατάνε χάμω. Αλλά δε ζούσανε πολύ, δε ζούσανε γιατί τα 'βγαζα εγώ που έσχιζα την κοιλιά της μάνας τους να πούμε. Την έσχιζα και ήτανε ζωντανό. Μποράει να ζήσει αγέννητο; Δεν το 'χε γεννήσει η μάνα του παρά ανοίξαμε την κοιλιά εμείς και βγήκανε. Μποράγαναε να ζούνε πάνω από πέντε δέκα λεπτά, μισή ώρα το πολύ; Πώς τα λυπόμουνα. Λοιπόν τα βάζαμε τα σφαγμένα μέσα σε ζεματιστό νερό κι όταν εθέλαμε για να τα βγάλουμε επιάναμε π.χ. τις αμασχάλες του γουρουνιού και βγαίνανε αυτά. Ήταν έτοιμο να μαδηθεί το δέρμα. Έβγαινε τούφες τούφες. Το μόνο δέρμα που χρειαζόταν ακέραιο ήταν από καπριά, εννοώ τα σερνικά τα γουρούνια. Αυτό το γδέρναμε με το μαχαίρι. 


Μάρκος Βαμβακάρης
Αυτοβιογραφία
επιμέλεια Αγγελική Βελλου - Καϊλ
εκδ. Παπαζήση - Αθήνα 1978




the smiths - meat is murder by jefimovitz

από της δύσης τη μεριά
ως το βαθύ οριεντάλι
μπήχτηκε μία μαχαιριά
τραβήχτηκε σκανδάλη

σκιστήκανε οι ουρανοί
λασπώθηκαν μπεντένια
μούσα ξανά δεκεμβριανή
κανίβαλων ντουζένια

αλησμονώ και χαίρομαι
θυμιούμαι και δακρύζω
μπροστά στον άγιο επαίρομαι
αγριόσκυλο γρυλλίζω

πρώτα του κοπανήσανε
βαριά στην κεφαλή του
κι ύστερα λαιμοκόψανε
αίμα πηχτό η οργή του

του κτήνους το στριγγιό οδυρμό
η εξέλιξη δεν πλένει
στης χώνεψής μου το φρυγμό
σκεπάζει το αίμα η βλέννη

ντροπιάζομαι στην ανθρωπιά
του πλάνητα την πλάνη
πρωτεύων δράκος και σουπιά
μπόχας σφαγείων χοάνη


     Εμείς οι άνθρωποι, δεν διαφέρουμε σε τίποτα από τους άλλους συντρόφους μας πάνω στον πλανήτη. Δεν μπορούμε να θέσουμε ένα τέλος στη φύση· το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να θέσουμε σε κίνδυνο τους εαυτούς μας. Η άποψη ότι μπορούμε να καταστρέψουμε όλες τις μορφές ζωής, συμπερι- λαμβανομένων και των βακτηρίων που αναπτύσσονται στις δεξαμενές νερού των πυρηνικών εγκαταστάσεων ή σε στόμια θερμοπηγών, είναι γελοία. Ακούω κιόλας τα αδέλφια μας που δεν έχουν ανθρώπινη μορφή να κρυφογελούν: "Τα καταφέρναμε μια χαρά και χωρίς εσάς, τότε που δεν σας είχαμε ακόμη συναντήσει· έτσι θα τα καταφέρουμε και τώρα". Τα ακούω να τραγουδούν εν χορώ ολόγυρά μας. Τα περισσότερα από αυτά, οι φάλαινες, τα έντομα, τα σπερματόφυτα και τα πουλιά, τραγουδούν ακόμη. Τα δέντρα του τροπικού δάσους σιγομουρμουρίζουν μεταξύ τους, περιμένοντας να τελειώσουμε το αλαζονικό μας ξυλοκόπημα, για να μπορέσουν να επιστρέψουν στη συνηθισμένη ασχολία τους, την αδιάκοπη ανάπτυξή τους. Και θα συνεχίσουν τις κακοφωνίες ή τις αρμονίες τους για πολύ καιρό ακόμη, αφότου εμείς θα έχουμε αποχωρήσει.

Lyyn Margulis
Ο συμβιωτικός πλανήτης
Μια νέα θεώρηση για την εξέλιξη
εκδ. Κάτοπτρο, 2001
Μτφ. Δημήτρης Γιαννόπουλος


Μάρκος - σερ Μπιθί δια του pankonstantopoulos




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου